Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΜΑΡΚΟΥ τοῦ Ἀθηναίου, τοῦ ἀσκήσαντος ἐν τῷ ὄρει τῆς Θρᾴκης τῆς πέραν τῆς χώρας τῶν Χετταίων.

«Ταῦτα καὶ ἄλλα περισσότερα διηγουμένου τοῦ Ὁσίου, ἐξημέρωσεν. Ἰδὼν τότε ἐγὼ τὸ σῶμα αὐτοῦ κεκαλυμμένον διὰ τριχῶν, ὡς νὰ ἦτο θηρίον, ἐταράχθην καὶ ἐφοβήθην πολὺ μὴ βλέπων εἰς αὐτὸν μορφὴν ἀνθρώπου. Διότι ἐξ ἄλλου σημείου δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀναγνωρίσῃ τις αὐτὸν ὅτι ἦτο ἄνθρωπος, παρεκτὸς μόνον ἀπὸ τῆς ὁμιλίας. Ἀντιληφθεὶς τότε ὁ Ὅσιος ὅτι τόσον ἐφοβήθην, μοῦ εἶπε· «Διατὶ ἐφοβήθης τέκνον μου, ἐκ τῆς θέας τοῦ δυστυχοῦς τούτου σώματος; Τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι παρὰ σῶμα φθαρτὸν ἐκ σώματος φθαρτοῦ καταλῆξαν εἰς τὸ σχῆμα τοῦτο». Θέλων δὲ ὁ Ἅγιος νὰ πληροφορηθῇ τὰ περὶ τοῦ κόσμου μὲ ἠρώτησε· «Ὑπάρχει ἀκόμη κόσμος καὶ εἶναι ἀνθηρὸς ὅπως κατὰ τὴν παλαιὰν ἐποχήν;». Ἀπεκρίθην ἐγώ· «Ναί, Πάτερ, καὶ κόσμος ὑπάρχει μὲ τὴν Χάριν τοῦ Χριστοῦ, καὶ περισσότερον ἀπὸ τὴν παλαιὰν ἐποχὴν ἀκμάζει σήμερον».

«Κατόπιν μὲ ἠρώτησε πάλιν ὁ Ὅσιος· «Ὑπάρχει εἰδωλολατρία ἢ διωγμὸς τῶν Χριστιανῶν ἀκόμη;». Ἀπεκρίθην ἐγώ· «Μὲ τὴν βοήθειαν τῶν εὐχῶν σου, Πάτερ, ἔχει παύσει πλέον ὁ διωγμός, οὔτε εἰδωλολατρία ὑπάρχει πολιτευομένη ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς». Τοῦτο ἀκούσας ὁ Γέρων πολὺ ηὐχαριστήθη καὶ συνέχισεν ἐρωτῶν με· «Ὑπάρχουν Ἅγιοι εἰς τὸν κόσμον σήμερον, κατορθοῦντες ὑπερφυσικὰ φαινόμενα καὶ θαύματα, ὅπως εἶπεν ὁ Χριστὸς εἰς τὰ Εὐαγγέλια, ὅτι «Ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ καὶ μεταβήσεται» (Ματθ. ιζ’ 20) καὶ «Ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν καὶ γενήσεται;» (Ματθ. κα’ 21). Τοῦτο εἰπόντος τοῦ Ὁσίου καὶ δεικνύοντος τὸ ὄρος, ἀνεσηκώθη ἀμέσως ἐκεῖνο περὶ τοὺς πέντε πήχεις καὶ μετετοπίζετο πρὸς τὴν θάλασσαν. Ἐγείρας δὲ τοὺς ὀφθαλμούς του ὁ Ὅσιος καὶ ἰδὼν αὐτὸ νὰ περιπατῇ, κτυπήσας τὸ πρόσωπον διὰ τῆς χειρός του, εἶπε· «Τί σοῦ συνέβη, ὄρος; Ἐγὼ δὲν σοῦ εἶπον νὰ μετακινηθῇς· μεῖνε εἰς τὴν θέσιν σου». Παρευθὺς τότε ἐπανῆλθε τὸ ὄρος ἐκεῖ ὁπόθεν εἶχεν ἀπαμακρυνθῆ».

«Τὸ θαυμάσιον τοῦτο εὐθὺς ὡς εἶδον ἐγώ, ἔπεσον κάτω ἀπὸ τὸν φόβον. Ὁ δὲ Ὅσιος, κρατήσας με ἐκ τῆς χειρός, μὲ ἀνεσήκωσεν, εἰπών· «Δὲν εἶδες τοιαῦτα θαύματα εἰς τὰς ἡμέρας σου;». Διακατεχόμενος δὲ ἀκόμη ἐγὼ ὑπὸ τοῦ τρόμου ἀπεκρίθην· «Ὄχι». Στενάξας δὲ ὁ Γέρων ἔκλαυσε καὶ εἶπεν· «Ἀλλοίμονον εἰς τὴν γῆν, διότι οἱ Χριστιανοὶ μόνον κατὰ τὸ ὄνομα εἶναι Χριστιανοὶ ὄχι δὲ καὶ κατὰ τὰ ἔργα. Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ ὁδηγήσας με εἰς τὸν ἅγιον τοῦτον τόπον διὰ νὰ μὴ ἀποθάνω εἰς τὴν πατρίδα μου καὶ ταφῶ εἰς γῆν μεμιασμένην ἐκ τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν».


Ὑποσημειώσεις

[1] Εἰς τὸ βιβλίον του, περί οὗ ἀναφέρομεν ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῆς σελ. 96, ὁ Φώτιος Κόντογλου ὡς ἑξῆς περιγράφει τὰ τῆς πορείας τοῦ Ὁσίου Μάρκου ἀπὸ Ἀθηνῶν μέχρι τοῦ σπηλαίου, εἰς τὸ ὁποῖον τὸν ἀσκητικὸν αὐτοῦ διῆλθε δίαυλον, ἅτινα ἠρύσθη, ὡς φαίνεται, ἐξ ἑτέρας τινὸς πηγῆς, τὴν ὁποίαν δὲν σημειώνει·

«Κι’ ἀποθάνανε οἱ γονεῖς μου κ’ εἶπα, θνητὸς ἄνθρωπος εἶμαι καὶ ἐγὼ σὰν τοὺς πατεράδες μου, τί ὄφελος θὰ ἀπολαύσω ἀπὸ τοῦτον τὸν μάταιο τὸν κόσμο; Σηκώθηκα κι ἀπαράτησα τὸν κόσμο σὲ κείνους ποὺ τὸν ἀγαπᾶνε, κ’ ἐγὼ ἦρθα μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Κι’ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια βγῆκα στὸν ἄμμο καὶ περπάτηξα πολλὲς μέρες καὶ πολλὲς νύκτες, κ’ ἔφτασα σὲ μίαν ἄλλη μεγάλη κι’ ἁμαρτωλὴ πολιτεία. Ἀπὸ κεῖ μίσεψα καὶ πέρασα πολὺν ἄμμο κ’ ἔφταξα σ’ ἕνα κτίριο μεγαλώτατο γεμᾶτο εἴδωλα ποὺ τὸ λέγανε Ἀμαντᾶ. Ὕστερα περιπάτηξα κάμποσες μέρες ἀπάνου σὲ γῆς κατάξερη ποὺ δὲν ἔνοιωσε ποτὲς μυρουδιὰ ἀπὸ νερό, κ’ ἔφταξα σ’ ἕνα μέρος ἀπὸ κεῖνα ποὺ τὰ λένε οἱ ντόπιοι οὐαχὲ κ’ οἱ Ἕλληνες τὰ λένε ὄαση, μὲ νερὸ καὶ μὲ δένδρα πολλὰ καὶ κεῖ ζούσανε ἄνθρωποι ἄγριοι. Εἶδα πὼς ἤμουνα ἀκόμα κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους ὅσο ἤμουνα καὶ τότες ποὺ ζοῦσα στὸν κόσμο, καὶ περπάτηξα μερόνυχτα πολλά, μὲ πόθο νὰ φτάξω σὲ μέρος ποὺ δὲν εἶναι ἄνθρωπος, περπάτηξα σ’ ἔνα λάκκωμα μεγάλο κ’ εἶδα δέντρα πετρωμένα, πλὴν ἄνθρωπον δὲν εἶδα, ὡς ποὺ ἔφταξα στὰ βουνὰ Ζαμπαρὰχ κοντὰ στὴ θάλασσα. Ἀπὸ κεῖ περπάτηξα σαράντα μέρες ὁδηγημένος ἀπὸ τὸ Θεό, κ’ ἔφταξα πιὰ σὲ τοῦτο τὸ μέρος, καὶ τὰ ποδάρια μου μὲ φέρανε ἴσια σὲ τοῦτο τὸ σπήλαιο, δίχως νὰ κυβερνῶ ἐγώ».