Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΜΑΡΚΟΥ τοῦ Ἀθηναίου, τοῦ ἀσκήσαντος ἐν τῷ ὄρει τῆς Θρᾴκης τῆς πέραν τῆς χώρας τῶν Χετταίων.

«Ταῦτα ἀφοῦ εἶπον οἱ φανέντες ἐκεῖνοι ἐξύπνησα, ἀλλ’ οὐδεὶς εὑρίσκετο ἐκεῖ εἰς τὸν Ὅσιον Ἰωάννην. Πλησιάσας τότε ἐγὼ τὸν Γέροντα εἶπον πρὸς αὐτὸν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶδον εἰς τὸν ὕπνον μου. Αὐτὸς δὲ μοὶ ἀπήντησεν· «Ἐκ Θεοῦ εἶναι τὸ ὅραμα, ἀλλὰ ποῦ εὑρίσκεται τὸ ὄρος τῆς Θράκης, ἵνα ἀναχωρήσῃς πρὸς τὰ ἐκεῖ;». Εἶπον τότε ἐγὼ πρὸς τὸν Γέροντα· «Εὐλόγησόν με, Πάτερ, καὶ ὁ Θεὸς θέλει μὲ ὁδηγήσει εἰς τὴν ὁδὸν». Ἀφοῦ λοιπὸν προσηυχήθημεν, ἠσπάσθην αὐτὸν καὶ λαβὼν τὴν εὐχήν του ἐξεκίνησα διὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἥτις εὑρίσκετο εἰς ἀπόστασιν πορείας δώδεκα ἡμερῶν, ἐγὼ ὅμως, μὲ τὴν εὐχὴν τοῦ Γέροντος, ἔφθασα εἰς πέντε ἡμέρας, βαδίσας βιαστικὰ ἐντὸς τῶν τραχυτέρων μερῶν τῆς ἐρήμου ἡμέραν καὶ νύκτα, ὑπὸ τὸν καύσωνα τοῦ ἡλίου, ὅστις καὶ τὸ χῶμα τῆς γῆς κατακαίει. Ὅταν δὲ εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν, ἠρώτησα ἕνα ἐκ τῶν ἐμπόρων, ὅστις ἐγνώριζε τὰς ὁδοὺς ἐκείνας· «Τὸ ὄρος τῆς Θράκης τῆς εἰς τὴν Αἰθιοπίαν εἶναι μακράν;». Μοὶ ἀπεκρίθη ἐκεῖνος· «Πράγματι, Ἀββᾶ, εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ ἀπόστασις διὰ τὸν τόπον ἐκεῖνον. Καθὼς γνωρίζω, Πάτερ, ἐὰν ταξιδεύσῃς διὰ θαλάσσης, θέλεις εἴκοσιν ἡμέρας, ἐὰν ὅμως πορευθῇ διὰ ξηρᾶς, θὰ ἀπαιτηθοῦν τριάκοντα ἡμέραι».

«Τότε ἐγώ, ἀφοῦ ἐφωδιάσθην μὲ ἓν κολοκύνθινον φλασκίον καὶ ὀλίγους φοίνικας, προσέφερον τὸν ἑαυτόν μου εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἐβάδισα λοιπὸν εἰς τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἔρημον ἐπὶ εἴκοσιν ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας οὔτε θηρίον ἀντίκρυσα, οὔτε ὄρνεον, οὔτε κανὲν ἄλλο ἐξ ἐκείνων τὰ ὁποῖα πλανῶνται συνήθως εἰς τὰς ἐρήμους, ἐπειδὴ εἰς αὐτὴν τίποτα δὲν εὑρίσκουν διὰ νὰ φάγουν ἢ νὰ πίουν. Διότι οὐδέποτε πίπτει βροχὴ εἰς τὴν ἔρημον ἐκείνην, οὔτε κἂν δρόσος. Μετὰ δὲ τὰς εἴκοσιν ἡμέρας ἐξηντλήθη τὸ ὕδωρ, τὸ ὁποῖον εἶχον μαζί μου καὶ ἐκινδύνευον ἐκ τῆς δίψης, διότι δὲν ἠδυνάμην πλέον νὰ περιπατήσω. Ὅθεν ἔπεσα εἰς τὴν ἄμμον καὶ ἐκοιτόμην εἰς αὐτὴν ὡς νεκρός.

«Τότε βλέπω τοὺς δύο ἐκείνους ἀδελφούς, τοὺς ὁποίους εἶχον ἴδει ἐν ὁράματι, ὅταν εὑρισκόμην εἰς τὸν Ἀββᾶν Ἰωάννην, οἵτινες ἐλθόντες ἐστάθησαν ἔμπροσθέν μου, καὶ μοῦ λέγουν· «Ἐγέρθητι καὶ ἐξακολούθει τὴν πορείαν σου ὁμοῦ μὲ ἡμᾶς». Ἐγερθεὶς τότε ἐγὼ εἶδον τὸν ἕνα ἐκ τῶν δύο ἐκείνων βλέποντα πρὸς τὴν γῆν. Ἔπειτα στραφεὶς ἐκεῖνος πρὸς ἐμὲ μοῦ λέγει· «Θέλεις νὰ πίῃς ὀλίγον ὕδωρ;». Ἀπεκρίθην ἐγώ· «Ὡς προστάσσεις, Πάτερ μου». Μοῦ ἔδειξε τότε ἐκεῖνος ρίζαν τινὰ θάμνου τῆς ἐρήμου καὶ μοῦ εἶπε· «Λάβε καὶ φάγε ἐκ ταύτης καὶ πορεύου μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Κυρίου».


Ὑποσημειώσεις

[1] Εἰς τὸ βιβλίον του, περί οὗ ἀναφέρομεν ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῆς σελ. 96, ὁ Φώτιος Κόντογλου ὡς ἑξῆς περιγράφει τὰ τῆς πορείας τοῦ Ὁσίου Μάρκου ἀπὸ Ἀθηνῶν μέχρι τοῦ σπηλαίου, εἰς τὸ ὁποῖον τὸν ἀσκητικὸν αὐτοῦ διῆλθε δίαυλον, ἅτινα ἠρύσθη, ὡς φαίνεται, ἐξ ἑτέρας τινὸς πηγῆς, τὴν ὁποίαν δὲν σημειώνει·

«Κι’ ἀποθάνανε οἱ γονεῖς μου κ’ εἶπα, θνητὸς ἄνθρωπος εἶμαι καὶ ἐγὼ σὰν τοὺς πατεράδες μου, τί ὄφελος θὰ ἀπολαύσω ἀπὸ τοῦτον τὸν μάταιο τὸν κόσμο; Σηκώθηκα κι ἀπαράτησα τὸν κόσμο σὲ κείνους ποὺ τὸν ἀγαπᾶνε, κ’ ἐγὼ ἦρθα μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Κι’ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια βγῆκα στὸν ἄμμο καὶ περπάτηξα πολλὲς μέρες καὶ πολλὲς νύκτες, κ’ ἔφτασα σὲ μίαν ἄλλη μεγάλη κι’ ἁμαρτωλὴ πολιτεία. Ἀπὸ κεῖ μίσεψα καὶ πέρασα πολὺν ἄμμο κ’ ἔφταξα σ’ ἕνα κτίριο μεγαλώτατο γεμᾶτο εἴδωλα ποὺ τὸ λέγανε Ἀμαντᾶ. Ὕστερα περιπάτηξα κάμποσες μέρες ἀπάνου σὲ γῆς κατάξερη ποὺ δὲν ἔνοιωσε ποτὲς μυρουδιὰ ἀπὸ νερό, κ’ ἔφταξα σ’ ἕνα μέρος ἀπὸ κεῖνα ποὺ τὰ λένε οἱ ντόπιοι οὐαχὲ κ’ οἱ Ἕλληνες τὰ λένε ὄαση, μὲ νερὸ καὶ μὲ δένδρα πολλὰ καὶ κεῖ ζούσανε ἄνθρωποι ἄγριοι. Εἶδα πὼς ἤμουνα ἀκόμα κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους ὅσο ἤμουνα καὶ τότες ποὺ ζοῦσα στὸν κόσμο, καὶ περπάτηξα μερόνυχτα πολλά, μὲ πόθο νὰ φτάξω σὲ μέρος ποὺ δὲν εἶναι ἄνθρωπος, περπάτηξα σ’ ἔνα λάκκωμα μεγάλο κ’ εἶδα δέντρα πετρωμένα, πλὴν ἄνθρωπον δὲν εἶδα, ὡς ποὺ ἔφταξα στὰ βουνὰ Ζαμπαρὰχ κοντὰ στὴ θάλασσα. Ἀπὸ κεῖ περπάτηξα σαράντα μέρες ὁδηγημένος ἀπὸ τὸ Θεό, κ’ ἔφταξα πιὰ σὲ τοῦτο τὸ μέρος, καὶ τὰ ποδάρια μου μὲ φέρανε ἴσια σὲ τοῦτο τὸ σπήλαιο, δίχως νὰ κυβερνῶ ἐγώ».