Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΜΑΡΚΟΥ τοῦ Ἀθηναίου, τοῦ ἀσκήσαντος ἐν τῷ ὄρει τῆς Θρᾴκης τῆς πέραν τῆς χώρας τῶν Χετταίων.

«Ταῦτα ἀκούων ἐγὼ ἐθαύμαζον, ἤκουσα δὲ καὶ πάλιν τὸν Ὅσιον νὰ λέγῃ· «Εὐλόγει λοιπὸν ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ πάντα τὰ ἐντός μου τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον Αὐτοῦ» (Ψαλμ. ρβ’ 1), ὅστις εὐδοκῶν ἐχάρισεν εἰς σὲ τὸ μέγα Αὐτοῦ καὶ ἄπειρον ἔλεος. Εὐλόγει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ μὴ ἐπιλανθάνου πάσας τὰς ἀνταποδόσεις Αὐτοῦ» (Αὐτ. 2). Ἂς μὴ λυπεῖσαι λοιπόν, ψυχή μου, ἀλλὰ νὰ εὐφραίνεσαι ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου σου. Διότι Αὐτὸς εἶπε· «Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον, ὅτι ηὐδόκησεν ὁ Πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν Βασιλείαν» (Λουκ. ιβ’ 32). Ἀλλαχοῦ δὲ λέγει· «Μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ὃν ἐλθὼν ὁ Κύριος αὐτοῦ εὑρήσει οὕτω ποιοῦντα» (Λουκ. ιβ’ 43). Ὁ δὲ Προφήτης Δαυΐδ ταῦτα λέγει· «Παρεμβαλεῖ Ἄγγελος Κυρίου κύκλῳ τῶν φοβουμένων αὐτὸν καὶ ρύσεται αὐτοὺς» (Ψαλμ. λγ’ 8). Τοιαῦτα καὶ ἄλλα παρόμοια χωρία τῶν Ἁγίων Γραφῶν ἀπαγγείλας ὁ Ὅσιος ἦλθε πρὸς τὴν θύραν τοῦ σπηλαίου καὶ κλαίων μὲ ἐκάλεσεν εἰπών· «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Χριστοῦ ἔφθασες, Ἀββᾶ Σεραπίων. Ἔγγισόν με, τέκνον μου».

«Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπλησίασα καὶ ἤγγισα τὸν Ὅσιον μὲ ἐνηγκαλίσθη ἐκεῖνος καὶ μὲ κατεφίλησε λέγων· «Εὐωδία τοῦ υἱοῦ μου Σεραπίωνος, ὡς εὐωδία πνευματικοῦ τέκνου. Εἴθε ὁ Κύριος νὰ σοῦ ἀνταποδώσῃ τὸν μισθὸν τοῦ κόπου τὸν ὁποῖον κατέβαλες, διὰ νὰ ἴδῃς τὴν λευκὴν ταύτην κεφαλήν. Ἐνενήκοντα πέντε ἔτη ἔχω, τέκνον μου, κατὰ τὸ διάστημα τῶν ὁποίων δὲν εἶδον ἄνθρωπον, παρὰ μόνον σήμερον τὴν ἁγιωσύνην σου, τὴν ὁποίαν ἐπεθύμουν ἀπὸ πολλῶν χρόνων καὶ σὲ εὐχαριστῶ, διότι δὲν ὑπελόγισες τόσον κόπον διὰ νὰ ἴδῃς ἕνα ἐλεεινὸν γέροντα ἀλλ’ ὅπως σοῦ εἶπον, ὁ Θεός, τέκνον, θέλει σοῦ ἀνταποδώσει τὸν μισθὸν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Κρίσεως καθ’ ἣν μέλλει νὰ κρίνῃ τὰ κρύφια τῶν ἀνθρώπων».

«Ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε ταῦτα ὁ Ὅσιος διέταξε καὶ ἐκαθήσαμεν καὶ τότε ἤρχισα νὰ ἐρωτῶ αὐτὸν διὰ τὴν ἄμεμπτον αὐτοῦ πολιτείαν. Ἐκεῖνος δὲ ἀπαντῶν μοὶ εἶπεν· «Ἰδού, τέκνον, ἐνενήκοντα πέντε ἔτη ἔχω εἰς ταύτην τὴν φωλεὰν καὶ οἱ ὀφθαλμοί μου δὲν εἶδον θηρίον, οὔτε ὄρνεον, οὔτε ἔφαγον ἄρτον κατασκευασθέντα ἐκ χειρῶν ἀνθρωπίνων, οὐδὲ κοσμικὸν ἔνδυμα ἐνεδύθην. Ἐπὶ τριάκοντα ἔτη ἔζησα μὲ μεγάλην ἀνάγκην καὶ πολλὴν στενοχωρίαν ἀπὸ τὴν πεῖναν, τὴν δίψαν καὶ τὴν γυμνότητα. Δὲν ἤρκουν δὲ μόνον ταῦτα, ἀλλ’ εἶχον καὶ τοὺς δαίμονας νὰ μὲ ἐνοχλοῦν, νὰ ἐνεδρεύουν καὶ νὰ μοῦ στήνουν παγίδας, τὰς ὁποίας εἶναι ἀδύνατον νὰ σοῦ διηγηθῶ.


Ὑποσημειώσεις

[1] Εἰς τὸ βιβλίον του, περί οὗ ἀναφέρομεν ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῆς σελ. 96, ὁ Φώτιος Κόντογλου ὡς ἑξῆς περιγράφει τὰ τῆς πορείας τοῦ Ὁσίου Μάρκου ἀπὸ Ἀθηνῶν μέχρι τοῦ σπηλαίου, εἰς τὸ ὁποῖον τὸν ἀσκητικὸν αὐτοῦ διῆλθε δίαυλον, ἅτινα ἠρύσθη, ὡς φαίνεται, ἐξ ἑτέρας τινὸς πηγῆς, τὴν ὁποίαν δὲν σημειώνει·

«Κι’ ἀποθάνανε οἱ γονεῖς μου κ’ εἶπα, θνητὸς ἄνθρωπος εἶμαι καὶ ἐγὼ σὰν τοὺς πατεράδες μου, τί ὄφελος θὰ ἀπολαύσω ἀπὸ τοῦτον τὸν μάταιο τὸν κόσμο; Σηκώθηκα κι ἀπαράτησα τὸν κόσμο σὲ κείνους ποὺ τὸν ἀγαπᾶνε, κ’ ἐγὼ ἦρθα μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Κι’ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια βγῆκα στὸν ἄμμο καὶ περπάτηξα πολλὲς μέρες καὶ πολλὲς νύκτες, κ’ ἔφτασα σὲ μίαν ἄλλη μεγάλη κι’ ἁμαρτωλὴ πολιτεία. Ἀπὸ κεῖ μίσεψα καὶ πέρασα πολὺν ἄμμο κ’ ἔφταξα σ’ ἕνα κτίριο μεγαλώτατο γεμᾶτο εἴδωλα ποὺ τὸ λέγανε Ἀμαντᾶ. Ὕστερα περιπάτηξα κάμποσες μέρες ἀπάνου σὲ γῆς κατάξερη ποὺ δὲν ἔνοιωσε ποτὲς μυρουδιὰ ἀπὸ νερό, κ’ ἔφταξα σ’ ἕνα μέρος ἀπὸ κεῖνα ποὺ τὰ λένε οἱ ντόπιοι οὐαχὲ κ’ οἱ Ἕλληνες τὰ λένε ὄαση, μὲ νερὸ καὶ μὲ δένδρα πολλὰ καὶ κεῖ ζούσανε ἄνθρωποι ἄγριοι. Εἶδα πὼς ἤμουνα ἀκόμα κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους ὅσο ἤμουνα καὶ τότες ποὺ ζοῦσα στὸν κόσμο, καὶ περπάτηξα μερόνυχτα πολλά, μὲ πόθο νὰ φτάξω σὲ μέρος ποὺ δὲν εἶναι ἄνθρωπος, περπάτηξα σ’ ἔνα λάκκωμα μεγάλο κ’ εἶδα δέντρα πετρωμένα, πλὴν ἄνθρωπον δὲν εἶδα, ὡς ποὺ ἔφταξα στὰ βουνὰ Ζαμπαρὰχ κοντὰ στὴ θάλασσα. Ἀπὸ κεῖ περπάτηξα σαράντα μέρες ὁδηγημένος ἀπὸ τὸ Θεό, κ’ ἔφταξα πιὰ σὲ τοῦτο τὸ μέρος, καὶ τὰ ποδάρια μου μὲ φέρανε ἴσια σὲ τοῦτο τὸ σπήλαιο, δίχως νὰ κυβερνῶ ἐγώ».