Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΜΑΡΚΟΥ τοῦ Ἀθηναίου, τοῦ ἀσκήσαντος ἐν τῷ ὄρει τῆς Θρᾴκης τῆς πέραν τῆς χώρας τῶν Χετταίων.

Λαβὼν τότε ἐγὼ ἀπὸ τὴν ρίζαν ἐκείνην ἔφαγον ὀλίγον καὶ παρευθὺς ἵδρωσα ὡς ἐὰν ἐρραντιζόμην δι’ ὕδατος. Ἐδροσίσθη τότε ἡ ψυχή μου καὶ ἀνέρρωσα ὡσὰν νὰ μὴ εἶχον καθόλου κουρασθῆ. Ἀφοῦ δὲ οἱ συνοδοί μου ἐκεῖνοι μοῦ ὑπέδειξαν τὴν ὁδὸν διὰ τῆς ὁποίας θὰ μετέβαινον πρὸς τὸν Ἅγιον Μᾶρκον καὶ ἀφοῦ μοὶ εἶπον νὰ μὴ ἀργοπορήσω, παρευθὺς ἐξηφανίσθησαν.

«Ὁδοιπορήσας τότε ἐγὼ ἐπὶ ἑπτὰ ἀκόμη ἡμέρας, ἔφθασα εἰς τὸ ὄρος τῆς Θράκης καὶ ἀνῆλθον μέχρι τῆς ὑψηλοτέρας κορυφῆς αὐτοῦ. Δὲν ὑπῆρχε δὲ εἰς αὐτὸν τὸν ὄγκον οὔτε δένδρον, οὔτε καὶ φρύγανον, ἀλλ’ ἦτο τόσον ὑψηλόν, ὥστε ἐφαίνετο ὡσὰν νὰ ἀνέρχεται εἰς τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ. Ὅταν δέ, ὡς εἶπον, ἔφθασα εἰς τὴν κορυφήν, εἶδον θάλασσαν μεγάλην εἰς τοὺς πρόποδας αὐτοῦ καὶ τριγυρίζων ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας, εἶδον κατ’ ἐκείνην τὴν νύκτα τοὺς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καταβαίνοντας πρὸς τὸν Ἅγιον, δοξολογοῦντας καὶ λέγοντας· «Ἂς εἶσαι μακάριος καὶ ἂς εἶναι πᾶσα γλυκύτης εἰς τὴν ψυχήν σου, Ἀββᾶ Μᾶρκε, διότι ἰδοὺ σοῦ ἐφέραμεν τὸν Ἀββᾶν Σεραπίωνα, τὸν ὁποῖον ἐπόθησε νὰ ἴδῃ ἡ ψυχή σου». Ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ καὶ ἄφωνος γενόμενος ἐβάδιζον διὰ τῆς ὀπτασίας, ἕως ὅτου ἔφθασα εἰς τὸ σπήλαιον, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ὁ Ἅγιος ἐκεῖνος Μᾶρκος. Πλησιάσας δὲ πρὸς τὴν θύραν τοῦ σπηλαίου ἤκουσα αὐτὸν νὰ ἀπαγγέλλῃ τοὺς ἑξῆς στίχους ἐκ τῶν Ἁγίων Γραφῶν. «Χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου, Κύριε, ὡς ἡμέρα ἡ ἐχθὲς» (Ψαλμ. πθ’ 4) καὶ τὰ λοιπὰ τοῦ Ψαλμοῦ αὐτοῦ. Προχωρῶν δὲ ὁ Ὅσιος ἔλεγε· «Μακαρία ἡ ψυχή σου, Μᾶρκε, διότι δὲν ἔπεσες εἰς τὸν βόρβορον ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ· μακάριον τὸ σῶμά σου, διότι δὲν ἐμεθύσθη ἀπὸ τὰς ἐπιθυμίας τῶν βεβήλων λογισμῶν· μακάριοι οἱ ὀφθαλμοί σου, τοὺς ὁποίους δὲν ἐστάθη ἱκανὸς ὁ διάβολος νὰ ἀποπλανήσῃ, ὥστε νὰ ἴδουν διαφορετικὴν τὴν θέαν τῶν ὄντων· μακάριον τὸ οὖς σου, διότι δὲν ἤκουσε τὴν κραυγὴν τῶν σειρήνων, τῶν γυναικῶν τοῦ ματαίου τούτου κόσμου· μακάριαι αἱ χεῖρές σου, διότι δὲν ἐκράτησαν ἢ ἐψηλάφησαν τίποτε ἐκ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, οὔτε τοὺς ρώθωνάς σου ηὔφραναν αἱ ὀσμαὶ τοῦ διαβόλου, οὔτε οἱ πόδες σου ἐβάδισαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῆς παρασυρούσης εἰς τὸν θάνατον, οὔτε καὶ τὰ βήματά σου παρημποδίσθησαν».


Ὑποσημειώσεις

[1] Εἰς τὸ βιβλίον του, περί οὗ ἀναφέρομεν ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῆς σελ. 96, ὁ Φώτιος Κόντογλου ὡς ἑξῆς περιγράφει τὰ τῆς πορείας τοῦ Ὁσίου Μάρκου ἀπὸ Ἀθηνῶν μέχρι τοῦ σπηλαίου, εἰς τὸ ὁποῖον τὸν ἀσκητικὸν αὐτοῦ διῆλθε δίαυλον, ἅτινα ἠρύσθη, ὡς φαίνεται, ἐξ ἑτέρας τινὸς πηγῆς, τὴν ὁποίαν δὲν σημειώνει·

«Κι’ ἀποθάνανε οἱ γονεῖς μου κ’ εἶπα, θνητὸς ἄνθρωπος εἶμαι καὶ ἐγὼ σὰν τοὺς πατεράδες μου, τί ὄφελος θὰ ἀπολαύσω ἀπὸ τοῦτον τὸν μάταιο τὸν κόσμο; Σηκώθηκα κι ἀπαράτησα τὸν κόσμο σὲ κείνους ποὺ τὸν ἀγαπᾶνε, κ’ ἐγὼ ἦρθα μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Κι’ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια βγῆκα στὸν ἄμμο καὶ περπάτηξα πολλὲς μέρες καὶ πολλὲς νύκτες, κ’ ἔφτασα σὲ μίαν ἄλλη μεγάλη κι’ ἁμαρτωλὴ πολιτεία. Ἀπὸ κεῖ μίσεψα καὶ πέρασα πολὺν ἄμμο κ’ ἔφταξα σ’ ἕνα κτίριο μεγαλώτατο γεμᾶτο εἴδωλα ποὺ τὸ λέγανε Ἀμαντᾶ. Ὕστερα περιπάτηξα κάμποσες μέρες ἀπάνου σὲ γῆς κατάξερη ποὺ δὲν ἔνοιωσε ποτὲς μυρουδιὰ ἀπὸ νερό, κ’ ἔφταξα σ’ ἕνα μέρος ἀπὸ κεῖνα ποὺ τὰ λένε οἱ ντόπιοι οὐαχὲ κ’ οἱ Ἕλληνες τὰ λένε ὄαση, μὲ νερὸ καὶ μὲ δένδρα πολλὰ καὶ κεῖ ζούσανε ἄνθρωποι ἄγριοι. Εἶδα πὼς ἤμουνα ἀκόμα κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους ὅσο ἤμουνα καὶ τότες ποὺ ζοῦσα στὸν κόσμο, καὶ περπάτηξα μερόνυχτα πολλά, μὲ πόθο νὰ φτάξω σὲ μέρος ποὺ δὲν εἶναι ἄνθρωπος, περπάτηξα σ’ ἔνα λάκκωμα μεγάλο κ’ εἶδα δέντρα πετρωμένα, πλὴν ἄνθρωπον δὲν εἶδα, ὡς ποὺ ἔφταξα στὰ βουνὰ Ζαμπαρὰχ κοντὰ στὴ θάλασσα. Ἀπὸ κεῖ περπάτηξα σαράντα μέρες ὁδηγημένος ἀπὸ τὸ Θεό, κ’ ἔφταξα πιὰ σὲ τοῦτο τὸ μέρος, καὶ τὰ ποδάρια μου μὲ φέρανε ἴσια σὲ τοῦτο τὸ σπήλαιο, δίχως νὰ κυβερνῶ ἐγώ».