Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς ΜΙΧΑΗΛ Μαυρουδῆς, ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αφμδ’ (1544), πυρὶ τελειοῦται.

Ἔφεραν τότε τὸν Μάρτυρα εἰς τὸ κριτήριον χαίροντα ὅλον καὶ ἀπαστράπτοντα ἐκ τῶν ἀκτίνων τῆς θείας Χάριτος. Ἐπλησίαζε τότε ἡ ἕκτη ὥρα τῆς ἡμέρας καὶ λαμβάνων ὁ κριτὴς εἰς τὰς χεράς του τὸν χάρτην ἐπὶ τοῦ ὁποίου εἶχε γραφῆ ἡ ὁμολογία τοῦ Μάρτυρος, ἤρχισε καὶ αὐτὸς νὰ τὸν ἐρωτᾷ διὰ τὰ γεγραμμένα, ἂν ἀληθεύωσι καὶ ἄν, ὡς ἔχουσι, τὰ ὡμολόγησε καὶ πόθεν τὰ ἐδιδάχθη. Ὁ δὲ Μάρτυς ἀπεκρίθη· «Μὴ ἐρωτᾷς, κριτά, ἐὰν ἀληθεύωσιν αὐτά, διότι εἶναι φανερώτερα ἀπὸ τὸν ἥλιον καὶ ἐγὼ εἶμαι ὅστις ὡμολόγησα τότε ταῦτα, τώρα δὲ πάλιν τὰ ὁμολογῶ καὶ κηρύττω ὡς ἀληθῆ, ὡς πιστὰ καὶ βέβαια. Ταῦτα ἐδιδάχθην πατροπαραδότως ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Πρῶτος δὲ διδάσκαλός μου εἰς ταῦτα πάντα ἄλλος τις δὲν εἶναι εἰ μὴ ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἀληθινός». Λέγει τότε μὲ θυμὸν ὁ κριτής· «Ἄφησε, ἄθλιε, αὐτὰ καὶ μετανόησε διὰ νὰ ἐλεηθῇς ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀπὸ τὸν προφήτην μας καὶ διὰ νὰ σὲ δοξάσωμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν γῆν, ἀλλὰ περισσότερον διὰ νὰ ἀποφύγῃς τὸν πικρὸν θάνατον τοῦ πυρός».

Ἀλλὰ καὶ πάλιν ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ μηδόλως πτοηθεὶς ἀπεκρίθη μετὰ γενναιότητος· «Δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Θεόν μου, δὲν προτιμῶ τὸ σκότος ἀπὸ τὸ φῶς οὔτε τὸ ψεῦδος ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν, ἀλλὰ θέλω νὰ ἀποθάνω διὰ τὸν Χριστόν μου, διὰ νὰ ζήσω μὲ αὐτόν. Μὴ μὲ φοβερίζῃς, κριτά, διότι δὲν θέλεις μὲ καταπείσει· διότι ἐγὼ ἀνέμενον τὴν ἡμέραν ταύτην ὡς πανήγυριν λαμπρὰν καὶ ὡς ἡμέραν ἐλευθερίας, τῆς ὁποίας ὅλος ὁ κόσμος δὲν εἶναι ἀντάξιος. Τί μὲ ὠφελοῦν τὰ κέρδη τῶν χρημάτων, τὰ ὁποῖα μοῦ ὑπόσχεσθε; Τὸ ἀργύριόν σας νὰ ἀπολεσθῇ ὁμοῦ μὲ σᾶς, ὅπου φαντάζεσθε ὅτι θὰ ἀλλάξω τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν μὲ χρήματα καὶ δόξαν προσωρινήν. Λοιπόν, μὴ χάνῃς καιρόν, ἀλλὰ παράδοσόν με εἰς τὸν Θεὸν μίαν ὥραν ἐνωρίτερον, διότι θέλω καὶ ἀγαπῶ νὰ γίνω θυσία τοῦ Κυρίου μου, νὰ ψηθῶ ὡς ἄρτος ἡδύς, νὰ τεθῶ εἰς τὴν τράπεζαν τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ νὰ προσφερθῶ ὡς εὐῶδες θυμίαμα εἰς αὐτήν. Κάμε τὸ συντομώτερον ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θέλεις δὲν φοβοῦμαι τὰς προσκαίρους κολάσεις· δὲν ἀρνοῦμαι τὴν ἀγάπην τοῦ γλυκυτάτου μου Ἰησοῦ, ὅστις εἶναι καὶ ἔρως καὶ ἀγάπη καὶ ἔφεσις καὶ ζωὴ καὶ ἀνάστασις καὶ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σημειοῖ ἐνταῦθα ὅτι οὗτος πρὸς ὃν τακτικῶς μετέβαινεν ὁ Ἅγιος φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεοφάνης ὁ συγγραφεὺς τοῦ παρόντος Συναξαρίου (βλέπε προηγουμένην ὑποσημείωσιν).