Δίδων δὲ θάρρος εἰς τὴν ψυχήν μου, εἶπεν εἰς ἐμέ· «Μιχαήλ, ἰδικέ μου Ἀθλητά, χαῖρε. Καθὼς δὲ ἐγὼ διὰ σὲ καὶ δι’ ὅλον τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων προσέφερα τὴν ψυχήν μου καὶ ὑπέμεινα σταυρικὸν θάνατον, καθ’ ὅμοιον τρόπον εἰναι ἀνάγκη καὶ σὺ νὰ ἀποθάνῃς διὰ τὴν ἀγάπην μου, διὰ νὰ ζήσῃς καὶ νὰ βασιλεύσῃς μετ’ ἐμοῦ. Βλέπε λοιπὸν μὴ φοβηθῇς τὸ πῦρ, διότι ἡ θεωρία του μόνον ἔχει τὸν φόβον, ἡ δὲ δοκιμή του εἶναι εὐκαταφρόνητος. Θέλεις δὲ ὑπομείνει ταῦτα ἐνδυναμούμενος ἀπὸ τὴν ἀνίκητόν μου δύναμιν». Αὐτὰ λέγων εἰς ἐμὲ ὁ Κύριος μὲ ηὐλόγησε καὶ ἀπῆλθεν. Ἐμὲ δὲ περιέβαλεν ὑπερβολικὴ ἀγάπη καὶ χαρὰ ἀνεκλάλητος τόσον, ὥστε δὲν ἠδυνάμην νὰ κρατήσω τὸν ἑαυτόν μου καὶ μόνον ἐπρόσμενα πότε νὰ ἔλθῃ ἐκείνη ἡ εὐλογημένη ὥρα, νὰ χωρισθῶ ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμον καὶ νὰ ἑνωθῶ μὲ τὸν Χριστόν μου».
Κατὰ δὲ τὴν τρίτην ὥραν τῆς ἡμέρας συνήχθησαν οἱ ἀρτοποιοὶ εἰς τὸν κριτὴν λεγοντες· «Αὐτὸς ὁ ἀνθρωπος χρεωστεῖ εἰς ἡμᾶς, ἄλλοι δὲ χρεωστοῦν εἰς αὐτόν· ὅθεν, παράδωσον αὐτὸν εἰς ἡμᾶς διὰ νὰ τακτοποιήσῃ τοὺς λογαριασμούς του, δι’ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα χρεωστεῖ καὶ τοῦ χρεωστοῦν». Παρέδωκε λοιπὸν αὐτὸν ὁ κριτὴς δεδεμένον εἰς τὸν ἔπαρχον τῆς πόλεως καὶ ἦλθον μετ’ αὐτοῦ εἰς τὸ ἐργαστήριόν του. Ἐκεῖ δὲ ἐνῷ ἐθεώρουν τοὺς λογαριασμούς του, ὅσα αὐτὸς εἶχε καὶ ποῖοι τοῦ ἐχρεώστουν, ἐδίψασεν ὁ Ἅγιος καὶ παρεκάλεσεν ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ φίλους του, νὰ τοῦ φέρῃ οἶνον νὰ πίῃ. Ἐκεῖνος δὲ πράγματι μετέβη εὐθὺς καὶ τοῦ ἔφερε καὶ ἔπιεν. Ὡς δὲ εἶδον οἱ φονεῖς τὸν κομιστήν, ὀλίγον ἔλειψε νὰ τὸν φονεύσουν. Ὁ δὲ Μάρτυς, συμπονέσας τὸν φίλον του, ἐφώναξεν εἰς τὸν ἔπαρχον· «Ἄδικε καὶ ἄνομε, τί κακοποιεῖς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ; Ἐγὼ εἶμαι ὁ αἴτιος καὶ εἰς ἐμὲ πρέπει ἡ τιμωρία, ὄχι εἰς τὸν ἀναίτιον!». Ἀλλ’ ὁ ἔπαρχος, μὴ ὑποφέρων τὸν ἔλεγχον τοῦ Ἁγίου, τὸν ἐκτύπησε μὲ τὴν ράβδον εἰς τὴν κεφαλὴν τόσον, ὥστε πίπτων κατὰ γῆς μετὰ βίας ἐσηκώθη.
Ἀναχωρήσαντες ἐκεῖθεν κατόπιν τὸν ἔκλεισαν καὶ πάλιν εἰς τὴν φυλακήν, παραγγείλαντες εἰς τὸν δεσμοφύλακα νὰ τὸν φυλάττῃ μὲ προσοχήν, διότι ἀνέμενον τὸν ἀνώτερον κριτὴν νὰ ἐκδώσῃ τὴν ἀπόφασιν τοῦ θανάτου του. Οὗτος ἦλθε τὴν Τετάρτην τῆς μεσονηστίμου ἑβδομάδος καὶ τὴν Πέμπτην ἐκάθησεν ἐπὶ τῆς δικαστικῆς ἕδρας.