Τὴν ἐπαύριον ὁ Δομετιανὸς ἐπρόσταξε καὶ ὡδήγησαν τὴν Ἁγίαν ἐνώπιόν του. Θέλων δε νὰ δοκιμάσῃ ἄλλην μίαν φοράν, ἐὰν θὰ κατώρθωνε νὰ ἀπομακρύνῃ τὴν Ἁγίαν ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἤρχισε μὲ κολακείας νὰ λέγῃ πρὸς αὐτήν· «Δὲν ἔρχεται εἰς τὸν νοῦν μου, ὦ Ξενία, νὰ ἐπιμένῃς ἀκόμη εἰς τὴν προτέραν σου ἀνόητον γνώμην. Ἐὰν λοιπὸν θελήσῃς νὰ θυσιάσῃς εἰς τοὺς ἀθανάτους θεοὺς καὶ στέρξῃς νὰ γίνῃς σύζυγός μου, τὸ μέλλον θὰ εἶναι λαμπρὸν διὰ σέ, θέλω δὲ σὲ καταστήσει πανευτυχῆ καὶ βασίλισσάν μου». Πρὸς ταῦτα ἡ Ἁγία ἀπήντησε· «Μὴ πιστεύῃς ὅτι μὲ τοιαύτας ὑποσχέσεις καὶ ψευδεῖς κολακείας, ὦ ἡγεμών, θὰ νικήσῃς τὴν ἀκλόνητον πίστιν μου καὶ τὴν ἀπόφασίν μου νὰ μὴ ἀρνηθῶ ποτὲ τὸν Χριστόν μου. Γνώριζε δὲ καλῶς, ὅπως ἀρκετὰ ἐπείσθης ἕως τώρα, ὅτι οὔτε πῦρ, οὔτε θάλασσα οὔτε ξίφος οὔτε ἄλλη τις βάσανος μὲ φοβίζει. Λοιπόν, μὴ κοπιάζῃς ἀδίκως. Ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θέλεις, πρᾶξε τὸ συντομώτερον, διότι οὕτω ταχύτερον θὰ μὲ ἑνώσῃς μὲ τὸν Σωτῆρα μου Χριστόν».
Ἐκ τῶν λόγων τούτων τῆς Ἁγίας ἐπείσθη ὁ Δομετιανός, ὅτι τίποτε πλέον δὲν κατορθώνει. Ἀπεφάσισε λοιπὸν νὰ θανατώσῃ τὴν Ἁγίαν καὶ ἐξέδωκε κατ’ αὐτῆς τὴν ἑξῆς ἀπόφασιν· «Ἐπειδὴ ἡ Ξενία ἀπηρνήθη τοὺς ἰδικούς μας θεοὺς καὶ πιστεύει εἰς τὸν Ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν, προστάσσω νὰ ἀποθάνῃ διὰ ξίφους, νὰ ἀφαιρεθῇ καὶ ἀχθῇ ἐπὶ πινακίου ἡ τόσον σκληρὰ καὶ ἀνάλγητος καρδία της, τὸ δὲ σῶμά της, ἀφοῦ κοπῇ εἰς λεπτὰ τεμάχια, νὰ ριφθῇ μετὰ πίσσης εἰς τὸ πῦρ καὶ νὰ κατακαῇ». Καὶ ὁ μὲν ἔπαρχος ταῦτα ἐπρόσταξεν. Οἱ δὲ στρατιῶται, παραλαβόντες τὴν Ἁγίαν, ἔφερον αὐτὴν ἔξω τῆς πόλεως εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία παρεκάλεσε τὸν στρατιώτην, ὅστις θὰ ἐξετέλει τὴν διαταγὴν τοῦ τυράννου, ἕως ὅτου ἑτοιμάσωσι τὰ πρὸς σφαγὴν καὶ καῦσιν χρειώδη, νὰ τὴν ἀφήσῃ νὰ προσευχηθῇ. Ἐκεῖνος δὲ τῆς ἐπέτρεψε.
Τότε ἡ Ἁγία Ξενία, κλίνασα τὰ γόνατα, ὕψωσε τὰς χεῖρας καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Κύριε Ἰησοῦ Χριστε ὁ Θεός μου, Σὺ ὅστις μὲ ἐλύτρωσες ἀπὸ τοῦ ἀποστάτου Δομετιανοῦ καὶ πάντα τὰ τεχνάσματα καὶ τὰς σκέψεις του ἐματαίωσας, Σὺ ὅστις μὲ διεφύλαξες καὶ μὲ ἔσωσες ἀπὸ τὸν συρμὸν τῶν ἵππων μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Σταυροῦ Σου, Σὺ ὅστις μὲ ἐνίσχυσες νὰ νικήσω τὸν πολυμήχανον ἀόρατον ἐχθρόν, ἐν ὅσῳ ἐκράτει τὸ Μαρτύριόν μου,