Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος ΞΕΝΙΑΣ τῆς Θαυματουργοῦ.

Ἐνῷ λοιπὸν ὡδήγουν ἐκεῖ τὴν Ἁγίαν κατὰ τὴν προσταγὴν τοῦ τυράννου, αὕτη ἡ μακαρία καθ’ ὁδὸν προσηύχετο, ἐπικαλουμένη τὸν Θεὸν εἰς βοήθειάν της, ἵνα τῆς δώσῃ σύνεσιν καὶ δύναμιν, διὰ νὰ διαφυλάξῃ μέχρι τέλους τὴν ἀφοσίωσίν της πρὸς τὸν Θεὸν καὶ νὰ νικήσῃ ὅλας τὰς τιμωρίας καὶ τὰς βασάνους, τὰς ὁποίας ἐπρόκειτο νὰ τῆς ἐπιβάλουν καὶ οὕτω ἀξιωθῇ τοῦ στεφάνου τῶν Μαρτύρων. Ὅταν δὲ ἦλθεν ἡ Ἁγία εἰς τὸ Διοικητήριον, ὁ ἄρχων ἐπρόσταξε νὰ παρουσιασθῇ πρὸ αὐτοῦ. Τούτου γενομένου τὴν ἠρώτησε πῶς ὀνομάζεται, πόθεν ἦτο καὶ ποία ἡ θρησκεία της. Αὕτη δέ, σημειώσασα ἐπ’ αὐτῆς τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀπεκρίθη μετὰ παρρησίας καὶ θάρρους· «Ὀνομάζομαι Ξενία, εἶμαι τέκνον γονέων Χριστιανῶν ἐκ τῆς πόλεως ταύτης καὶ εὔχομαι ὁλοψύχως νὰ ἀξιωθῶ νὰ γίνω δούλη τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐποίησε τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν τῷ κόσμῳ».

Ὅλοι τότε, ὅσοι παρευρέθησαν εἰς τὸ Διοικητήριον, ἐθαύμαζον, βλέποντες τὴν ὡραιότητα τῆς Ἁγίας καὶ ἠπόρουν διὰ τὴν τόλμην μεθ’ ἧς άπεκρίνετο. Ἀλλ’ ὁ τύραννος, τὴν ψυχὴν τοῦ ὁποίου ἀπεθηρίωνεν ὁ ἔρως καὶ ηὔξανεν ὁ ἄνομος πόθος, ἔκρυψε τὸν θυμόν του καὶ ἤρχισε, μὲ τρόπον κολακευτικόν, νὰ λέγῃ ταῦτα πρὸς τὴν Ἁγίαν· «Ὦ Ξενία, μὲ τὴν δύναμιν τῶν μεγάλων θεῶν, θαυμάζω τὴν νεότητά σου καὶ τὸ κάλλος σου, ἀλλὰ καὶ ἐκπλήττομαι διὰ τὴν σύνεσίν σου. Διὰ τὰ χαρίσματά σου λοιπὸν αὐτὰ σοῦ δίδω τὴν συμβουλὴν νὰ δεχθῇς νὰ γίνῃς σύζυγός μου καὶ ἐγὼ θέλω σοῦ δώσει πολλὰ καὶ πλούσια δῶρα, πλούτη ἀμέτρητα καὶ τιμὴν καὶ δόξαν, τὰ ὁποῖα ἀφθόνως χαρίζουσιν οἱ ἀθάνατοι θεοὶ εἰς τοὺς τιμῶντας αὐτούς. Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπακούσῃς εἰς τὴν ἰδικήν μου θέλησιν, σὲ ἀναμένουσι βασανιστήρια καὶ σκληραὶ τιμωρίαι καὶ τέλος θάνατος φρικτός».

Ἀλλ’ ἡ μακαρία Ξενία ταῦτα ἀκούσασα οὐδόλως ἐταράχθη, μάλιστα δὲ καὶ μὲ πολλὴν τόλμην ἀπεκρίθη· «Μὴ ἐλπίζῃς ματαίως, ὅτι θέλεις δυνηθῆ νὰ μὲ χωρίσῃς ἀπὸ τὸν Χριστόν μου, εἴτε μὲ ὑποσχέσεις εἴτε μὲ ἀπειλὰς βασάνων. Οὐδὲ εἶναι δυνατὸν νὰ ποθήσω ἄλλον νυμφίον ἀπὸ τὸν Χριστόν, πολὺ δὲ περισσότερον ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος πιστεύει εἰς ψευδεῖς καὶ χειροποιήτους θεούς, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι ἱκανοὶ οὔτε τὸν ἑαυτόν των νὰ ὑπερασπίσουν. Δύνασαι λοιπὸν νὰ μὲ τιμωρήσῃς μὲ οἱασδήποτε θελήσῃς βασάνους.