Ἔργον λοιπὸν ἀπαραίτητον εἶχεν ἡ μακαρία Ξενία νὰ στολίζῃ τὴν ψυχὴν αὐτῆς, ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας, μὲ νηστείας, ἐγκράτειαν, σιωπήν, τακτικὴν προσευχήν, σεμνότητα ὁμιλίας, δάκρυα καὶ ἀγρυπνίας. Ἐφ’ ὅσον δὲ ἐπροχώρει ἡ ἡλικία της, ηὔξανον συγχρόνως καὶ αἱ ἀρεταί της αὐταὶ καὶ ἄλλαι ἀκόμη προσετίθεντο. Διότι ἐδείκνυε μεγάλην συμπάθειαν πρὸς τοὺς πτωχούς, τὰς χήρας καὶ τὰ ὀρφανά. Ἐὰν δὲ πτωχός τις ἤρχετο μέχρι τῆς οἰκίας των, ζητῶν ἐλημοσύνην, δὲν παρέλειπε νὰ προσφέρῃ εἰς αὐτὸν πᾶν ὅ,τι ἠδύνατο καὶ πολλάκις ἔμενε νῆστις ἡ ἰδία διὰ νὰ προσφέρῃ τὴν τροφήν της εἰς τοὺς ἐνδεεῖς, τὴν πρᾶξιν κάμνουσα ἁρμόζουσαν πρὸς τὸ ὄνομά της.
Ὅμως ταῦτα βλέπων ὁ μισόκαλος δαίμων ἐφθόνησε τὴν εἰς τὰς ἀρετὰς πρόοδον τῆς Ἁγίας καὶ μὴ ὑποφέρων νὰ καταπατῆται ἡ δύναμίς του ἠθέλησε νὰ ἐγείρῃ πόλεμον κατ’ αὐτῆς. Νέα λοιπὸν ὡς ἦτο καὶ ἁπλοϊκή, ἐζήτει νὰ τὴν ρίψῃ, ἂν ἠδύνατο, εἰς τὸ βάραθρον τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ νὰ τὴν πολεμήσῃ κατ’ εὐθεῖαν, ἐμβάλλων εἰς τὴν καρδίαν της τὸν ἔρωτα καὶ τοὺς σαρκικοὺς καὶ ἀκαθάρτους λογισμοὺς πρὸς νέον τινα, δὲν ἠδυνήθη. Διότι ἡ Ἁγία εἶχε φρόνησιν γεροντικὴν καὶ ἀνδρείαν. Ἔστησε λοιπὸν τὴν παγίδα του μὲ τὸν ἑξῆς τρόπον.
Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἦτο ἔπαρχός τις εἰς τὰς Καλάμας, ὀνόματι Δομετιανός, ἄνθρωπος θηριώδης καὶ κακότροπος. Οὗτος, ἐνῷ ἐπέστρεφέ ποτε ἐκ τοῦ κυνηγίου, συνήντησε τυχαίως τὴν παρθένον Ξενίαν, ἡ ὁποία τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ἀγροῦ των εἰς τὴν οἰκίαν των. Ἰδὼν λοιπὸν αὐτὴν ὁ Δομετιανὸς ἔμεινεν ἔκθαμβος ἐκ τοῦ κάλλους καὶ τῆς ἐξαισίας ὡραιότητός της καὶ τοσοῦτον ἐκυριεύθη ὑπὸ σαρκικοῦ πρὸς αὐτὴν ἔρωτος, ὥστε ἑλογίσθη, ὁ ἄνομος, νὰ τὴν λάβῃ ὡς σύζυγον. Ὅθεν κατέφυγεν εἰς μάγον τινὰ τοῦ τόπου, ἐπίσημον, ἐλπίζων διὰ τῆς μαγικῆς τέχνης ἐκείνου νὰ κερδήσῃ τὸν ἔρωτα τῆς πανσέμνου Ξενίας. Ὅμως ἡ Ἁγία, διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἐφυλάχθη ἀβλαβὴς ἀπὸ τὸν ἐπίβουλον αὐτοῦ λογισμὸν καὶ ἠχρήστευσε πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ πονηροῦ. Ὁ δὲ Δομετιανὸς βλέπων, ὅτι τὸ σατανικὸν αὐτοῦ σχέδιον ἀπετύγχανε, μετεχειρίσθη τὴν βίαν. Ὅθεν προστάσσει νὰ φέρωσι τὴν Ἁγίαν πρὸ αὐτοῦ, εἰς τὸ Διοικητήριον.