Ἀλλὰ γνώριζε, ὅτι ὅσον σκληρότερον μὲ βασανίσῃς, τόσον περισσότερον ἐλπίζω νὰ μὲ δοξάσῃ ὁ Κύριός μου Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς τὴν μέλλουσαν μακαριότητα, τὴν αἰώνιον ζωήν. Δὲν λυποῦμαι τὴν πρόσκαιρον καὶ φθαρτὴν ζωήν μου, ἀφοῦ μίαν ἡμέραν θὰ ἀποθάνωμεν, ἀλλὰ παραδίδω μὲ ὁλόψυχον προθυμίαν τὸ σῶμα μου εἰς θάνατον, χάριν τοῦ ἀθανάτου Θεοῦ καὶ Δεσπότου μου, ὅπως καὶ Ἐκεῖνος διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἐσταυρώθη. Μὴ νομίσῃς, ὦ ἡγεμών, ὅτι θέλω ἀλλάξει γνώμην, διότι δὲν ὑπάρχει ἀνθρωπίνη δύναμις ἱκανὴ νὰ μεταβάλῃ τὸν σκοπόν μου καὶ τὴν ἀκλόνητον πίστιν μου πρὸς τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν, τὸν Σωτῆρα μου Ἰησοῦν Χριστόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἀναθέτω πᾶσαν ἐλπίδα διὰ τὴν σωτηρίαν μου».
Ὡς ἤκουσε ταῦτα ὁ Δομετιανὸς ἐπληρώθη θυμοῦ καὶ ἀφοῦ ἐμηχανεύθη σχέδιον σατανικόν, προστάσσει νὰ μεταφέρωσι τὴν Ἁγίαν εἰς θάλαμόν τινα σκοτεινὸν καὶ νὰ τὴν κλείσωσι ἐντὸς αὐτοῦ. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐνεκλείσθη ἡ Ἁγία, ὕψωσε τὸν νοῦν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐδέετο εἰς τὸν Κύριον νὰ τὴν βοηθήσῃ, ἵνα διαφυλάξῃ μέχρι τέλους οὕτω σταθερὰν τὴν ὁμολογίαν αὐτῆς. Τὴν ἑπομένην ἦλθεν ὁ ἔπαρχος, ὅστις, ἔχων ἀθεράπευτον ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ τὴν ἐπιθυμίαν νὰ λάβῃ αὐτὴν ὡς σύζυγον, ἔστω καὶ μὴ στέργουσαν, προσεπάθει καὶ διὰ τῆς βίας νὰ πείσῃ τὴν ἄμωμον νύμφην τοῦ Χριστοῦ, ἐλπίζων ὁ ἀνίερος ὅτι τελικως θὰ συγκατετίθετο νὰ γίνῃ σύζυγός του. Οἰκτρῶς ὅμως ἠπατήθη. Διότι ἡ Ἁγία ἠρνήθη καὶ πάλιν μὲ ἀγανάκτησιν καὶ ὕβρισεν αὐτὸν διὰ τὴν ἐλεεινὴν διαγωγήν του. Τότε ὁ ἐσκοτισμένος τὸν νοῦν ἔπαρχος, πλήρης ὀργῆς, ἥρπασε τὴν Ἁγίαν ἐκ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς καὶ ἔσυρεν αὐτὴν ἔξω τοῦ θαλάμου. Παραδώσας δὲ αὐτὴν εἰς τοὺς φύλακας ἐπρόσταξε νὰ τὴν γυμνώσωσι καὶ νὰ τὴν κρεμάσωσιν ἐπὶ ξύλου, νὰ ἀποκόψωσι τοὺς μαστούς της καὶ νὰ κατακαύσωσι τὰς πληγὰς μὲ ἀνημμένας λαμπάδας, ὡς ἐπίσης τὰς πλευρὰς καὶ ὅλον τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας.
Κατακαιομένη λοιπὸν ἡ Ἁγία Μάρτυς ὑπέμενε τὸ φρικτὸν τοῦτο Μαρτύριον, προσευχομένη δὲ μετὰ θέρμης καρδίας ταῦτα ἔλεγε· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, Σὺ γιγνώσκεις ὅτι διὰ τὴν ἀγάπην Σου πάσχω τὰ δεινὰ ταῦτα καὶ μὴ ἐγκαταλείπῃς με τὴν δούλην Σου, μηδὲ ἀφήσῃς νὰ μὲ νικήσῃ ὁ παμμίαρος οὗτος καὶ καυχηθῇ δι’ ἐμέ, ἀλλ’ ἀξίωσόν με νὰ ὑπομείνω μέχρι τέλους ἵνα λάβω τὸν στέφανον».