Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ τοῦ Αἰγυπτίου ἢ Λίβυος.

Ἠρώτησεν δὲ ὁ ἡγεμὼν τὸν πρεσβύτερον λέγων· «Εἰπέ μας, Ἀντώνιε, πῶς ἔχουν αἱ μαγεῖαι σας τόσην δύναμιν, νὰ χωρίζουν ἀνδρόγυνα καὶ τέκνα ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ νὰ τελεῖτε τόσα παράδοξα πράγματα;». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ὁ Δεσπότης μας Χριστὸς λέγει εἰς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον ὅτι, ὅποιος προτιμᾷ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα καὶ τέκνα ἢ ἄλλα πράγματα, δὲν δύναται νὰ εἶναι μαθητὴς Αὐτοῦ γνήσιος. Ταύτην τὴν φωνὴν ἀκούσας καὶ ὁ υἱός σου, ἐπροτίμησε τὸν οὐράνιον Αὐτοῦ Πατέρα ὡς πάνσοφος. Ὁμοίως καὶ ἡ σύζυγός σου κατεφρόνησε σέ, τὸν θνητὸν καὶ πρόσκαιρον, διὰ νὰ ἀξιωθῇ τοῦ ἀθανάτου Χριστοῦ καὶ νὰ ζήσῃ αἰωνίως».

Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἄρχων, αὐτοὺς μὲν πάλιν ἐφυλάκισε, τοὺς δὲ ἱερεῖς αὐτοῦ συνήθροισε καὶ τοὺς λέγει· «στολίσατε τὸν ναὸν τοῦ Διός, τὸν ἱερὸν καὶ σεβάσμιον, ὅστις ἀνοίγεται μίαν φορὰν τὸν χρόνον, νὰ κάμωμεν αὔριον μεγάλην πανήγυριν, διότι εἶναι τοῦ βασιλέως τὰ γενέθλια». Ηὐτρέπισαν λοιπὸν ὅλα τὰ ἀπαραίτητα καὶ συνήχθησαν ὅλοι τῆς πόλεως, πάντες δὲ ἐθαύμαζον βλέποντες τοιαύτην κατασκευὴν ὁλόχρυσον· διότι ὅλοι οἱ τοῖχοι ἦσαν ἀργυροῖ καὶ οἱ θόλοι ὁλόχρυσοι μὲ λίθους τιμίους καὶ μαργαρίτας, οἵτινες ἔλαμπον θαυμασιώτατα. Τότε προστάσσει ὁ ἄρχων καὶ ἔφεραν τοὺς Ἁγίους εἰς τὸν ναὸν ἐκεῖνον καὶ τοὺς λέγει· «Ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς σωτηρίας σας· πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον σᾶς ἐφύλαξα ἕως τώρα καὶ δὲν σᾶς ἐθανάτωσα, διὰ νὰ ἰδῆτε τοῦτον τὸν ναὸν τὸν ὡραιότατον, νὰ θυσιάσητε εἰς τοὺς ἀθανάτους θεούς, νὰ σᾶς συγχωρήσωσιν. Εἰ δὲ πάλιν καὶ δὲν μοῦ ἀκούσητε, θὰ σᾶς δώσω πικρότερα κολαστήρια». Ὁ δὲ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ἀπεκρίνατο· «Εὐχαριστῶ σοι, ἡγεμὼν κάλλιστε, ὅπου μᾶς ἐτίμησας καὶ ἠθέλησες νὰ θυσιάσωμεν εἰς τοιοῦτον ναὸν πλουσιώτατον. Πρόσταξον νὰ εἰσέλθουν ὅλοι σου οἱ ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ πρόκριτοι νὰ μᾶς ἰδοῦν ὅταν θυσιάζωμεν καὶ νὰ μᾶς τιμήσουν πρεπόντως».

Τότε ὁ ἄρχων ἐχάρη, νομίζων, ὅτι πράγματι ἤθελον νὰ θυσιάσουν εἰς τὰ εἴδωλα καὶ προστάσσει νὰ τοὺς λύσουν ἀπὸ τὰ δεσμά, ζητήσας συγχώρησιν. Ἔπειτα ἐπρόσταξε καὶ συνήχθησαν ὅλοι οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων καὶ ὁ ἄρχων μὲ τοὺς Ἁγίους ἐστέκοντο ἔξωθεν. Τούτους δὲ ἐπρόσταξε νὰ θυσιάσουν, καθὼς τοῦ ὑπεσχέθησαν. Ὁ δὲ Ἅγιος τὸν ἠρώτησε λέγων· «Εἰς ὅλους τοὺς θεοὺς νὰ προσφέρωμεν τὴν θυσίαν ἢ μόνον εἰς τοὺς μεγαλυτέρους ἐξ αὐτῶν;». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Εἰς ὅλους θυσιάσατε, ὅτι ὅλοι εἶναι ἐνάρετοι καὶ ὁμόδοξοι καὶ δὲν φθονοῦσιν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον τελείως».