Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν ΠΕΤΡΟΥ τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ ὄρει τοῦ Ἄθω ἀσκήσαντος.

Ὁ δὲ Πέτρος θέλων νὰ πληροφορήσῃ τὸν Ἅγιον Νικόλαον ἔλεγεν· Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη φοβοῦμαι τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ, διότι ὑπεσχέθην νὰ γίνω Μοναχὸς καὶ δὲν ἔγινα, καὶ τώρα νὰ μὴ τελειώσω αὐτά, ὅπου ὑπεσχέθην; μὴ γένοιτο τοῦτο, Χριστέ μου, εἰς τὸν αἰῶνα· ἀλλὰ οὐδὲ εἰς τὸν οἶκόν μου νὰ ὑπάγω· οὐδὲ νὰ μὲ ἰδῇ τις ἀπὸ τοὺς ἰδικούς μου, διὰ νὰ μὴ μὲ ἐμποδίσουν εἰς τὴν ἐπιθυμίαν τῆς βουλῆς μου, καὶ βραδύνω νὰ δώσω τὰς εὐχάς μου τῷ Κυρίῳ τὰς ὁποίας ἐψιθύρισαν τὰ χείλη μου καὶ ἐλάλησε τὸ στόμα μου ἐν τῇ θλίψει μου, κατὰ τὸν Προφήτην. Καὶ βλέπε εἰς τοῦτο, ἀγαπητέ, τὴν μεγάλην καὶ ἀσύγκριτον ἀγάπην καὶ τὴν φροντίδα τοῦ μεγάλου Νικολάου, τὴν ὁποίαν ἐπέδειξε διὰ τὸν Πέτρον· ὅτι ὡς πατὴρ φιλόστοργος καὶ συμπαθὴς ἔγινεν εἰς αὐτὸν καλὸς παιδαγωγός· τοιουτοτρόπως λοιπὸν τὸν συνώδευσεν εἰς ὅλην τὴν ὁδοιπορίαν, καὶ πότε μὲν τὸν ἠκολούθει, πότε δὲ προέτρεχεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ καὶ ἡτοίμαζε τὴν ὁδὸν προειδοποιῶν αὐτόν, καὶ τόσον τελείως προητοίμασεν αὐτὸν καὶ δὲν ἐχωρίζετο ἀπ’ αὐτοῦ, ἕως ὅτου τὸν παρέδωσεν εἰς τὸν Θεόν· καὶ καθὼς ἤρχισε τὸ ἔργον, οὕτω καὶ τὸ ἐτελείωσε.

Ὅταν δὲ ἐπλησίασαν εἰς τὴν Ρώμην, ἐπειδὴ ὁ Πέτρος δὲν ἐγνώριζε τὸν τόπον, ἀλλ’ οὔτε καὶ ὁ Πάπας, ὅστις τότε ἦτο ἀκόμη Ὀρθόδοξος, ἤξευρε τὰ γενόμενα εἰς τὸν Πέτρον, ὁ μέγας Νικόλαος ἐφάνη καθ’ ὕπνον εἰς τὸν Πάπαν κρατῶν τὸν Πέτρον ἀπὸ τὰς χεῖρας, καὶ τὸν ἐπεδείκνυε λέγων πρὸς αὐτὸν πῶς τὸν ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τὴν φυλακὴν τοῦ Σαμαρᾶ, καὶ ὅτι ὑπεσχέθη νὰ γίνῃ Μοναχὸς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, καὶ ὅσα ἔπαθεν, ὅλα τὰ διηγήθη καταλεπτῶς· ἀκόμη τοῦ εἶπε ὅτι ὀνομάζεται Πέτρος, καὶ συνίστα εἰς τὸν Πάπαν νὰ μὴ βραδύνῃ νὰ τὸν κουρεύσῃ Καλόγηρον, διὰ νὰ πληρώσῃ τὴν ὑπόσχεσιν ποὺ ἔδωσεν εἰς τὸν Θεόν.

Ὁ δὲ Πάπας εὐθὺς ὡς ἐξύπνησεν, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ κορυφαίου Πέτρου· ἔτυχε δὲ καὶ ἦτο τότε Κυριακή, ἦτο δὲ πλῆθος πολὺ ἀνθρώπων συνηθροισμένον μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ὅλους ἐκείνους καὶ ὅσους ἤρχοντο τοὺς παρετήρει μὲ προσοχὴν μήπως ἀνγνωρίσῃ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον εἶδεν ἐν τῇ νυκτερινῇ ὀπτασίᾳ. Καὶ ἰδοὺ βλέπει τὸν ἄνθρωπον, ὅστις ἔστεκε μέσα εἰς τὸ πλῆθος, καὶ παρευθὺς ἔνευσεν εἰς αὐτὸν νὰ τὸν πλησιάσῃ. Τοῦτο τὸ ἔκαμε δύο καὶ τρεῖς φοράς, ἀλλ’ ὁ Πέτρος δὲν ἀντελήφθη. Ὁ δὲ Πάπας, ὅταν εἶδεν, ὅτι δὲν ἐννοεῖ μὲ τὸ νεῦμα, ἤρχισε νὰ τὸν καλῇ μὲ τὸ ὄνομά του λέγων. Ἐσὲ λέγω, Πέτρε, ὅστις ἦλθες ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα τώρα· δὲν εἶσαι σὺ ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ἐξήγαγεν ἀπὸ τὴν φυλακὴν τοῦ Σαμαρᾶ ὁ μέγας καὶ θαυματουργὸς Νικόλαος; Διατὶ δὲν ἀκούεις νὰ ἔλθῃς ὅπου σὲ καλῶ;


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ οὐγγία εἶναι 32 γραμμάρια περίπου.