Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν ΠΕΤΡΟΥ τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ ὄρει τοῦ Ἄθω ἀσκήσαντος.

Διὰ τοῦτο πικρῶς κατηγόρει τὸν ἑαυτόν του μὲ μεγάλην αὐστηρότητα καὶ μετὰ δακρύων πολλῶν ἔλεγε πρὸς τὸν Θεόν. Δικαίως, ὦ Κύριε, ἔπαθον ταύτην τὴν πικρὰν συμφοράν, διότι ἠμέλησα νὰ πληρώσω ἐκεῖνο ὅπου Σοῦ ἔταξα, καὶ ὅλα μοῦ συνέβησαν δικαίᾳ κρίσει τοῦ Θεοῦ. Καὶ οὕτω ὑπέμεινε τὴν παίδευσιν ἐκείνην εὐχαριστῶν τῷ Θεῷ. Ἐπέρασε λοιπὸν πολὺν καιρὸν ὁ Ἅγιος μέσα εἰς τὴν φυλακήν, καὶ οὐδεμία παραμυθία ἐγίνετο πρὸς αὐτὸν παρ’ οὐδενὸς οὔτε ἐφαίνετό τις νὰ τὸν βοηθήσῃ διὰ νὰ ἀπελευθερωθῇ. Τότε ἐνεθυμήθη τὸν μέγαν Νικόλαον, τὸν ὁποῖον ἐξαιρετικῶς ἐτίμα καὶ ἠγάπα ἀπὸ πολὺν καιρόν, καὶ μάλιστα ἰδιαιτέρως ηὐλαβεῖτο τὰ πολλὰ θαύματα, ὅσα ἐποίει ὁ Ἅγιος εἰς ἐκείνους, οἵτινες τὸν ἐπεκαλοῦντο εἰς τὴν ἀνάγκην των.

Διὰ τοῦτο, ἤρχισε καὶ αὐτὸς μὲ φωνὴν θλιβερὰν νὰ δέεται τοῦ Ἁγίου καὶ νὰ τον παρακαλῇ ἐκ βάθους καρδίας νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ, καθὼς καὶ ἄλλους πολλοὺς ἠλευθέρωσε. Καὶ ἔλεγεν· ἐγώ, Ἅγιε Νικόλαε θαυματουργέ, γνωρίζω καλῶς ὅτι ἀνάξιος εἶμαι νὰ τύχω ἀπὸ τὸν Θεὸν συγχωρήσεως καὶ ἐλευθερίας, διότι πολλάκις, εὑρέθην ψεύστης καὶ αἱ ἁμαρτίαι μου εἶναι μεγάλαι καὶ τὸ περισσότερον ὅτι πολλάκις ἔδωσα ὑπόσχεσιν εἰς τὸν Θεὸν νὰ γίνω μοναχὸς καὶ δὲν ἔγινα, οὐδὲ ἔκαμα ἐκεῖνο ὅπου ἔταξα τοῦ Πλάστου μου καὶ Ποιητοῦ. Διὰ τοῦτο δικαίως τώρα εὑρίσκομαι εἰς ταύτην τὴν φυλακήν.

Διὰ τοῦτο δὲν τολμῶ νὰ τὸν παρακαλέσω νὰ μὲ ἐλευθερώσῃ, ἵνα μὴ πλειότερον ὀργισθῇ κατ’ ἐμοῦ. Μόνον τὴν ἁγιωσύνην σου ἐπικαλοῦμαι, πάτερ Ἅγιε, διότι ἔχεις συνήθειαν νὰ εὐσπλαγχνίζεσαι πάντοτε ἐκείνους, οἵτινες εἰς μεγάλας ἀνάγκας καὶ στενοχωρίας εὑρίσκονται καὶ νὰ ἐλαφρώνῃς τοὺς πόνους των, ὅταν σὲ παρακαλοῦν ἐκ βάθους καρδίας αὐτῶν. Εἰς σὲ προστρέχω καὶ ἐγὼ τώρα μετὰ πικρῶν δακρύων καὶ δέομαί σου, πανάγιε Νικόλας. Τὴν μεσιτείαν σου ζητῶ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ὡς ἐγγυητήν μου σὲ παρακαλῶ ἀπὸ τὴν σήμερον ἡμέραν, ἐὰν δυσωπηθῇ ὁ εὔσπλαγχνος Κύριος νὰ οἰκονομήσῃ τὴν ἐλευθερίαν μου, διὰ μέσου τῆς παρρησιαστικῆς σου δεήσεως. Καὶ τότε οὐδέποτε πλέον θὰ στρέψω τὸν νοῦν πρὸς τὰς τοῦ κόσμου φροντίδας καὶ μερίμνας, οὐδὲ εἰς τὴν πατρίδα μου Κωνσταντινούπολιν θὰ ἐπιστρέψω, ἀλλὰ θὰ ὑπάγω εἰς τὴν μεγάλην Ρώμην καὶ θὰ γίνω μοναχὸς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καὶ οὕτω θὰ διέλθω ἐν ἀσκήσει ὅλην μου τὴν ζωήν, καὶ μὲ ὅσην δύναμιν ἔχω θὰ δουλεύσω ἀπερισπάστως τὸν Θεόν, τὸν ἐλευθερωτήν μου καὶ εὐεργέτην, ὅπως εὐαρεστήσω Αὐτῷ καὶ τύχω τῆς σωτηρίας.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ οὐγγία εἶναι 32 γραμμάρια περίπου.