Λόγος εἰς τὴν Ἁγίαν ΑΝΝΑΝ.

αὐτὸν βαστάζων ὁ Αἰνείας καὶ ἐξερχόμενος ἔξω, ἔδωσε τόσον θαῦμα καὶ ἔκπληξιν εἰς τοὺς Ἕλληνας, ὥστε παρεκινήθησαν νὰ τὸν ἀφήσωσιν ἐλεύθερον καὶ ἐξουσιαστὴν καὶ δεσπότην εἰς ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα.

Τόσον θεοφιλὲς πρᾶγμα καὶ ἐπαινετόν, ἀκόμη καὶ ἔμπροσθεν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν, ἡ ἐπίσκεψις καὶ βοήθεια τῶν γονέων. Καὶ πῶς ἦτο λοιπὸν τρόπος νὰ λείψῃ τοιοῦτον θεάρεστον ἔργον ἀπὸ τὴν Πανάχραντον Δέσποιναν, ἡ ὁποία ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν ἄλλην της τελειότητα ἐγνώριζε πόσην ἀγάπην καὶ ἐπίσκεψιν πρέπει νὰ ἔχῃ εἰς τοὺς μακαριωτάτους αὐτῆς γονεῖς Ἰωακεὶμ καὶ Ἄνναν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ παράδειγμα τὸ ἰδικόν της, καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐπίσκεψιν καὶ φροντίδα ὅπου ἔδειξεν εἰς αὐτὴν ὁ μονογενής της Υἱός, ὁ ὁποῖος καὶ κρεμάμενος ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν, εὑρισκόμενος κατὰ τὸ ἀνθρώπινον εἰς τὸν ἔσχατον καὶ τελευταῖον βαθμὸν τῶν πόνων του, δὲν ἐλησμόνησε τὴν Παναγίαν του Μητέρα, ἀλλ’ ἀφήνων ὅλα κατὰ μέρος, καὶ τοὺς πόνους τῆς κεφαλῆς ποὺ τοῦ ἐπροξένει ὁ ἀκάνθινος στέφανος, καὶ τὴν δριμυτάτην δίψαν, ἡ ὁποία τὸν εἶχε κυριεύσει, καὶ τὴν πίκραν τῆς χολῆς καὶ τοῦ ὄξους, μὲ τὰ ὁποῖα ἦτο ποτισμένος, καὶ τοὺς ἐμπτυσμούς, καὶ τὴν ἐσχάτην αἰσχύνην, καὶ τὸ ὄνειδος νὰ στέκεται καρφωμένος εἰς τὸ ξύλον ἐν μέσῳ δύο ληστῶν ὡς ληστής, καὶ γυμνὸν τὸ παρθενικὸν καὶ πανάγιόν του σῶμα ἔμπροσθεν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τόσου πλήθους, ὅλα αὐτὰ κατεφρόνησε, καὶ μόνην τὴν ἐπίσκεψιν καὶ φροντίδα τῆς Μητρὸς εἶχεν, εἰς ποῖον νὰ τὴν ἐμπιστευθῇ, ποῖον φύλακα καὶ ἐπιστάτην εἰς τὴν θέσιν αὐτοῦ νὰ τῆς δώσῃ.

Ὅθεν ἐν μέσῳ τοῦ τόσου πελάγους τῶν πόνων καὶ θλίψεων εὑρισκόμενος, καὶ εἰς τὴν τελευταίαν ὥραν τῆς ζωῆς, ὅταν δεν ἤλπιζέ τις νὰ ἀκούσῃ πλέον φωνὴν ἀπὸ τὸ πανάγιον ἐκεῖνο στόμα, ἀνοίγει τὰ φαρμακευμένα καὶ κατάξηρα ἀπὸ τὴν δίψαν χείλη, καὶ λέγει· «Γύναι, ἰδοὺ ὁ υἱός σου»· μὴ ἔχεις τόσην λύπην πῶς ἀπομένεις μόνη καὶ ἐστερημένη τῆς ἰδικῆς μου προστασίας· ἰδοὺ εἰς τὸν τόπον ἐμοῦ ἄλλος ἐπιστάτης ἰδικός σου. Λοιπὸν ἔμαθεν ἡ Παρθένος, καθὼς προεῖπα, καὶ ἀπὸ ταύτην τὴν ἐπίσκεψιν τὴν τελευταίαν τοῦ Υἱοῦ, πόσην ἀγάπην ἐχρεώστει αὐτὴ εἰς τοὺς γονεῖς. Καὶ ταῦτα λέγω, ὄχι ὅτι δὲν εἶμαι βέβαιος, ὅτι ὁ θεῖος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα δὲν εἶχον ἀφ’ ἑαυτοῦ των τὴν τελειότητα τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς χάριτος, ἀλλὰ νὰ δείξω καθ᾽ ὑπόθεσιν ὅτι, καὶ ἂν ἦσαν ἐλλειπεῖς, ἀνεπλήρωσεν ἡ ὑπερτελειοτάτη Κόρη τῶν προγόνων τὴν ἔλλειψιν·