Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ τοῦ Χιοπολίτου, τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωβ’ (1802).

Τὸ πρῶτον ἐκ τῶν δύο τούτων περιστατικῶν εἶναι ὅτι τὸ λυσσασμένον καὶ πάντολμον ἐκεῖνο γύναιον, τὸ ὁποῖον ἐξ ἀρχῆς τὸν ἐπεβούλευσεν εἰς τὰ καίρια, μαθοῦσα ὅτι ἦτο εἰς τὴν βασιλικὴν φυλακήν, ἐτόλμησεν ἡ μαινὰς καὶ ἐπῆγεν αὐτοπροσώπως εἰς τὸν καϊμακάμην, λέγουσα ὅτι εἶχε λογαριασμὸν μὲ αὐτὸν καὶ ἐζήτησε τὴν ἄδειαν διὰ νὰ ὑπάγῃ νὰ τὸν ἀνταμώσῃ, ἐλπίζουσα, ἡ ἀφρονεστάτη, ὅτι ἠμποροῦσε νὰ τὸν κερδίσῃ. Λαβοῦσα λοιπὸν τὴν ἄδειαν ἐπῆγεν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ τὸν συνήντησεν. Ἐδῶ δὲ τώρα ἂς στοχασθῇ ἕκαστος ἕνα τοιοῦτον γύναιον, ὅπερ ἤναπτε μὲ ὅλας τὰς φλόγας τοῦ ἔρωτος καὶ καθολικὰ δὲν ἦτο ἄλλο, παρὰ ἕνα ἔμψυχον ὄργανον τῆς σατανικῆς δυνάμεως. Τί δὲν εἶπε; καὶ τὶ δὲν ἔπραξε; καὶ ποίους τρόπους δὲν μετεχειρίσθη ἡ μιαρωτάτη, διὰ νὰ ὑπομοχλεύσῃ καὶ νὰ χαυνώσῃ τὸν τόνον τῆς ψυχῆς τοῦ γενναίου ἀθλητοῦ; ἀλλὰ χάρις τῷ νικοποιῷ Σωτῆρι Χριστῷ τὴν δεινὴν ταύτην πεῖραν τοῦ Βελίαρ ματαίαν ἀπέδειξεν ἡ εἰς τὸν Χριστὸν στερρότης τοῦ καλλινίκου Μάρτυρος Δημητρίου· καὶ ἀνεχώρησεν αἰσχρῶς τὸ κακογύναιον εἰποῦσα· «Ἔλαβα τὸν λογαριασμόν μου καὶ τώρα κάμετέ τον καθὼς θέλετε».

Τὸ ἄλλο διήγημα εἶναι, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ καὶ μάλιστα οἱ Χῖοι, ὡς συμπατριῶται, το ἄδηλον φοβηθέντες τῶν ἀγώνων, μὴ τύχῃ δηλαδὴ καὶ ὑπενδώσῃ νὰ μείνῃ εἰς τὴν ἀσέβειαν, μὴ δυνάμενος νὰ βαστάσῃ τὰς κολάσεις μέχρι τέλους, ἐστοχάσθησαν νὰ δαπανήσουν παρὰ τοῖς δυνάσταις ἱκανὴν ποσότητα χρημάτων καὶ νὰ τὸν ἀπολύσουν ἀπὸ τὴν φυλακὴν δῆθεν ὡς παράφρονα. Καὶ κατένευσαν μὲν οἱ κρατοῦντες, κατασβεσθέντος τοῦ ζήλου τῆς πίστεως ὑπὸ τοῦ ὕδατος τῆς φιλοχρηματίας, ἀλλὰ τί τὸ γενόμενον; μανθάνει ταῦτα ὁ ἄδολος καὶ εἰλικρινὴς ἀθλητὴς καὶ συγχύζεται εἰς τὸ ἄκρον καὶ ὡς ἐχθροὺς μεγίστους ἐνόμισεν ἐκείνους, οἵτινες ἐπεχείρησαν νὰ τὸν ὑστερήσουν ἀπὸ τὸν μαρτυρικὸν στέφανον, διὰ τὸν ὁποῖον τὰ πάντα κατεφρόνησε καὶ τὰ πάντα ὑπέμεινε μέχρι τότε· ὅθεν τοὺς μηνᾷ μάλιστα νὰ προσεύχωνται καὶ παρακλήσεις εἰς τὰς Ἐκκλησίας νὰ μοιράσωσι, διὰ νὰ τὸν ἐνισχύσῃ ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ νὰ τελειώσῃ εὐαρέστως τὸν δρόμον του. Εὖγε καὶ ὑπέρευγε, καλλίνικε Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Δημήτριε! Μάρτυρος ὄντως ἔδειξας καὶ νοῦν καὶ καρδίαν καὶ προθυμίαν ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους ἀσύγκριτον! Ἀγκαλὰ καὶ τὸ ἐπιχείρημα τῶν καλῶν ἐκείνων Χριστιανῶν ἐφάνη ἐναντίον εἰς τὴν βουλὴν τοῦ Μάρτυρος, ὅμως διὰ τὸ ἄδηλον, ὡς εἴπομεν, τῆς ἐκβάσεως, εἶχε λόγον ὁ φόβος των, διότι μὲ ὅλον ὅτι δὲν ἠξεύρομεν κατ’ εἶδος τὰ βάσανα τὰ ὁποῖα ἔπασχε, μὲ ὅλον τοῦτο ἐμάνθανον, ὅτι τοῦ ἔκαμον πολλὰ καὶ ὁ δήμιος εἶπεν, ὅταν τὸν ἔθαπταν, ὅτι καὶ τοῦβλα ἀναμμένα τοῦ ἔβαλαν εἰς τὴν κεφαλὴν καὶ εἰς τὸ πρόσωπον καὶ ἄλλα πολλὰ τοῦ ἔκαμαν· καὶ ταῦτα ἔλεγεν ὁ δήμιος ἐπαινῶν αὐτόν, ὅτι τὰ πάντα ὑπέμεινε μὲ πολλὴν γενναιότητα. Ἀλλὰ ἂς ἔλθωμεν εἰς τὴν σειρὰν τῆς μακαρίας του ἀθλήσεως.


Ὑποσημειώσεις

[1] Καπετὰν πασᾶς ὠνομάζετο τουρκιστὶ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ στόλου.