Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ τοῦ Χιοπολίτου, τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωβ’ (1802).

προσέταξεν ὁ τύραννος καὶ τὸν ἔβαλαν εἰς τὴν φυλακήν, μὲ ἀπόφασιν τῇ ἐπαύριον νὰ τὸν θανατώσῃ. Τὴν ἐρχομένην ἡμέραν προσέταξε νὰ φέρουν τὸν Μάρτυρα εἰς τὸ κριτήριον· κατ’ αὐτὴν δὲ ταύτην τὴν ὥραν ἔφθασεν εἴδησις, ὅτι ἦλθεν ὁ καπετὰν πασᾶς [1] καὶ πηγαίνων ὁ καϊμακάμης διὰ νὰ τὸν δεχθῇ τὸν ἔφθασεν ὀργὴ θεϊκὴ καὶ πεσὼν ἐξεψύχησεν αἰφνιδίως, οὕτω δὲ ἐπληρώθη ἡ προφητεία τοῦ Μάρτυρος.

Γενομένου λοιπὸν νέου καϊμακάμη, δὲν ἔλειπαν νὰ τὸν παρρησιάζουν καθημερινῶς εἰς τὸ κριτήριον καὶ πότε μὲ κολακείας, πότε μὲ ἀπειλὰς τὸν μετεχειρίζοντο· ἀλλ’ ὁ γενναῖος ἀθλητὴς καὶ εἰς τὰ δύο εἴδη ἐφαίνετο καὶ ἔμεινεν ὡς ἄλλος ἀδάμας στερεὸς καὶ ἀνένδοτος. Παρῆλθον ὅμως ἡμέραι ἑπτά, κατὰ τὰς ὁποίας ἐδοκίμαζε τῶν ἀσεβῶν τὰ παράλογα ἐκεῖνα προβλήματα καὶ πάλιν βλέπει ἐντὸς τῆς φυλακῆς τὴν αὐτὴν ὀπτασίαν, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἴδει εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον εἰς τὸν ὁποῖον ἐκρύπτετο, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν, καὶ εὐθὺς τὸ διεμήνυσεν εἰς τὸν πνευματικόν του πατέρα. Κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν τὸν ἔφεραν πάλιν εἰς τὸν καϊμακάμην καὶ ἐκεῖ ὕβρισε τὴν θρησκείαν των διὰ νὰ τοὺς ἐρεθίσῃ, νὰ τὸν τελειώσουν τὸ ταχύτερον. Τότε ὁ τύραννος προσέταξε τοὺς ὑπηρέτας νὰ τὸν ὑπάγουν κτυπῶντες καὶ σύροντες εἰς τὸν κριτὴν τῆς πόλεως, τὸν ὁποῖον τουρκιστὶ λέγουν σταμποὺλ ἐφένδην. Ἐκεῖ ἤρχισε καὶ αὐτὸς μὲ τὰς συνηθισμένας κολακείας, προσποιούμενος ὅτι ἐλυπεῖτο τὴν νεότητά του καὶ ὑποσχόμενος νὰ τοῦ κάμῃ ὅλα ἐκεῖνα, ὅσα ἠμποροῦν νὰ τὸν εὐχαριστήσουν ἔπειτα βλέπων ὅτι κατεφρόνει τὰ μεγάλα του ταξίματα, ἤρχισε νὰ ἀγριεύῃ καὶ νὰ τὸν φοβερίζῃ λέγων εἰς αὐτόν, «ὅτι ἐπειδὴ καταφρονεῖς καὶ δὲν μοῦ ἀκούεις, ἐγὼ ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ δώσω τὸ ἰλάμι σου, διὰ νὰ σὲ θανατώσουν ἀσπλάγχνως». Καὶ ὁ Μάρτυς παρευθύς, μὲ φωνὴν μεγάλην, λέγει· «Εἰς τὸν Θεὸν παραδίδω τὴν ψυχήν μου, ἕτοιμος εἶμαι».

Τούτων οὕτω ρηθέντων, τὸν ἔστειλεν ὀπίσω εἰς τὴν φυλακήν, ἐκεῖ δὲ τὸν ἔστρωσαν εἰς τὸ ξύλον, δίδοντές του μὲ μεγάλην ἀσπλαγχνίαν ἕως ἑπτακοσίους ραβδισμοὺς καὶ ἐπέκεινα ἔπειτα τὸν ἔβαλαν εἰς τὸ βασανιστικὸν ξύλον, οὕτω παντελῶς ἀνεπιμέλητον, τοῦ ἔκαμναν δὲ τὴν βάσανον δριμυτέραν, ἐπειδὴ καὶ εἰς τόσην ὑπερβολικὴν ψύχραν ἔχυναν καὶ νερὸν ὑποκάτω του, τὸ ὁποῖον ἐκρυσταλλοῦτο καὶ τοῦ ἐπροξένει ὀδύνην ἀνείκαστον· ὁ δὲ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς μὲ μεγάλην ὑπομονὴν ὑπέμεινε τοὺς πόνους τῶν πληγῶν, τοῦ ψύχους καὶ τῆς τοῦ ξύλου θλίψεως καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν, εὐχόμενος καὶ παρακαλῶν Αὐτὸν νὰ τὸν ἀξιώσῃ καὶ τοῦ μακαρίου τέλους τοῦ Μαρτυρίου. Κειμένου λοιπὸν εἰς τὴν φυλακὴν τοῦ καλοῦ Χριστομάρτυρος, ἠκολούθησαν εἰς αὐτὸν δύο περιστατικά, τὰ ὁποῖα κατὰ ἀλήθειαν εἶναι ἄξια τῶν ὅλων στεφάνων τοῦ οὐρανοῦ.

 


Ὑποσημειώσεις

[1] Καπετὰν πασᾶς ὠνομάζετο τουρκιστὶ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ στόλου.