Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ τοῦ Χιοπολίτου, τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωβ’ (1802).

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ὁ καλλίνικος οὗτος Νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ ἦτο γέννημα καὶ θρέμμα τῆς περιφήμου νήσου Χίου, ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο τῆς πόλεως, ὅπερ ὀνομάζεται κοινῶς Παλαιόκαστρον· οἱ γονεῖς του δὲν ἦσαν λαμπροὶ κατὰ κόσμον, εἶχον ὅμως τὸν πλοῦτον τῆς θεοσεβείας, τὸν ὁποῖον μετέδωκαν καὶ εἰς τὰ τέκνα των. Ὁ πατήρ του ὠνομάζετο Ἀπόστολος, ἡ δὲ μήτηρ του Μαρουλοῦ. Ὁ Δημήτριος οὗτος καὶ εἷς ἄλλος αὐτοῦ ἀδελφός, Ζαννῆς καλούμενος, τὴν ἡλικίαν μεγαλύτερος, ἐξενιτεύθησαν διὰ κυβέρνησιν σωματικὴν εἰς Κωνσταντινούπολιν, καθὼς κάμνουσι καὶ ἄλλοι πάμπολλοι, μετήρχοντο δὲ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πραγματευτοῦ. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός, ἤτοι ὁ Ζαννῆς, ἔλαβε καὶ γυναῖκα ἐκεῖ. Μετὰ χρόνους ἠρραβωνίσθη ὁμοίως καὶ ὁ Δημήτριος εἰς τὸ Σταυροδρόμι, μὲ μίαν κόρην, πλὴν χωρὶς τὴν γνώμην τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ τῶν προϊσταμένων του, καθὼς ὁ ἴδιος πρὸ τοῦ νὰ παρρησιασθῇ γράφει ὅλα ταῦτα εἰς τὸν πατέρα του, ἀπ’ ἀρχῆς ἕως εἰς τὴν τελευταίαν ἡμέραν ὅπου ἤρχισε νὰ ἑτοιμάζηται.

Ὀργισθέντες λοιπὸν ὅ τε ἀδελφός του καὶ οἱ προϊστάμενοί του, ἀπέβαλον ἀπὸ πλησίον των τὸν Δημήτριον, ἀποβεβλημένος δὲ ὢν ἀπὸ τὸν οἶκόν του ἤρξατο μετ’ ὀλίγας ἡμέρας νὰ ὑστερεῖται καὶ οὗτος ὡς τὸν νεώτερον ἐκεῖνον υἱὸν τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἐνεθυμήθη ὅτι εἶχε νὰ λαμβάνῃ παρά τινος ἄρχοντος ἕνα ποσὸν δι’ ἐμπόρευμα, τὸ ὁποῖον εἶχε δώσει εἰς τοὺς οἰκείους του. Διὰ νὰ ἐξοικονομήσῃ ὅθεν τὰ ἔξοδα ἐπῆγεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἄρχοντος ἐκείνου διὰ νὰ λάβῃ τὰ ὀφειλόμενα, μὴ γνωρίζων ὅτι τοῦ εἶχεν ἐκεῖ στημένην παγίδα ὁ διάβολος, διὰ νὰ τὸν παγιδεύσῃ, καθώς, φεῦ! καὶ ἔγινεν. Ἦτο δὲ τότε ὁ Δημήτριος ὄχι μόνον νέος εἴκοσι ἕως εἴκοσι δύο χρόνων, ἀλλὰ καὶ ὡραῖος πολλὰ τὴν ὄψιν· ὅθεν καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσῃ ἐγένετο τὸ ἴδιον αὐτοῦ κάλλος προδότης εἰς τὴν ψυχικὴν ἀπώλειαν· διότι πηγαίνων ἐκεῖ πολλάκις πρωτύτερα μὲ ἐμπορεύματα καὶ βλέπουσα αὐτὸν ἡ θυγάτηρ τοῦ ἄρχοντος, ἐτρώθη ἡ κατάρατος τὴν καρδίαν, ὡσὰν ἄλλη Αἰγυπτία, ἀπὸ σατανικὸν ἔρωτα πρὸς τὸν καλὸν νέον· ὅθεν, κυριευμένη ἀπὸ τὸν δαίμονα τοῦ ἔρωτος, ἐζήτει εὐκαιρίαν νὰ δείξῃ τὴν ἀναισχυντίαν της.

Μὴ ἔχων λοιπὸν ὁ Δημήτριος καμμίαν εἴδησιν ἀπὸ τὰ πονηρὰ διανοήματα καὶ βουλεύματα τῆς μαινάδος ἐκείνης, ἐπῆγεν, ὡς εἴπομεν, νὰ ζητήσῃ χρήματα. Τότε τὸν ἐδέχθη ἐκείνη πασίχαρος καὶ τοῦ λέγει· «Κάμε ὑπομονήν, ἀνέβα καὶ κάθησε, ἕως νὰ ἔλθῃ ὁ οἰκονόμος». Οὕτω τοῦ εἶπε καὶ ἀναχωρήσασα ὑπέστρεψε μετ’ ὀλίγον ὡσὰν δαίμων ἔμπροσθέν του (καθὼς γράφει ὁ ἴδιος) μὲ ἕνα ταψὶ καφὲ καὶ ἕνα τσιμπούκι καὶ ταῦτα δίδουσα τοῦ λέγει· «Τώρα δὲν ἔχεις νὰ γλυτώσῃς ἀπὸ τὰς χεῖράς μου· ἢ πρέπει νὰ γίνῃς Τοῦρκος, νὰ ἔλθῃς εἰς τὴν πίστιν μου ἢ νὰ κοπῇ ἡ κεφαλή σου


Ὑποσημειώσεις

[1] Καπετὰν πασᾶς ὠνομάζετο τουρκιστὶ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ στόλου.