Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ τοῦ Χιοπολίτου, τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωβ’ (1802).

Γράφει λοιπὸν ὁ πνευματικός, ὅτι εὐθὺς ἔλαβε στοχασμὸν διὰ νὰ φύγῃ καὶ νὰ ὑπάγῃ νὰ θυσιάσῃ τὴν ζωήν του και να χύσῃ τὸ αἷμά του, διὰ νὰ πλύνῃ τὴν ἀνομίαν του καὶ κανένα πρᾶγμα δὲν ἠδυνήθη νὰ τοῦ μαράνῃ τὴν προθυμίαν τοῦ θανάτου καὶ νὰ τὸν ἐμποδίσῃ ἀπὸ τὸ νὰ μὴ φύγῃ· καὶ μολονότι ὅσα δύνανται νὰ εὐχαριστήσουν τὰς ἐπιθυμίας ἑνὸς τόσον πολλὰ νέου, ἤτοι ἡδοναί, πλοῦτος, δόξα καὶ ἐνδύματα πολυτελῆ καὶ πολύτιμα, ὅλα τὰ εὗρε καὶ τὰ εἶχε μὲ ὅλην τὴν ὑπερβολήν, ἀλλ’ ὁ μακάριος ἐκεῖνος ἔγινεν ὅλως διόλου θεόφρων καὶ τὰ τοιαῦτα καλὰ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου ὄχι μόνον τὰ ἐβδελύσσετο καὶ τὰ κατεφρόνει ὡς κόνιν καὶ σκύβαλα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐμίσει, ὡς ψυχοβλαβῆ καὶ ἀπωλείας πρόξενα· ὅθεν ἔκλαιεν ἀκατάπαυστα, καὶ ἀπὸ καρδίας παρεκάλει τὸν Κύριον νὰ τὸν ἐλεήσῃ, νὰ μὴ ἀποθάνῃ ἐντὸς τοῦ οἴκου ἐκείνου τῶν ἀπίστων, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀξιώσῃ νὰ ὁμολογήσῃ Θεὸν ἀληθινὸν καὶ νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὴν ἀγάπην του.

Οὕτω μετὰ δακρύων προσευχόμενος καὶ λέγων πολλάκις τοὺς οἴκους τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου καὶ ὅσα ἄλλα ἤξευρε, νύκτα τινά, καθ’ ἣν ἔμεινε μόνος του, διότι αἱ γυναῖκες τοῦ οἴκου ἐκείνου μετέβησαν πρὸς ἐπίσκεψιν ἄλλων, καθ’ ἣν νύκτα ἦτο καὶ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νικολάου, προσευχόμενος ἀπεκοιμήθη καὶ τότε βλέπει γυναῖκα τινὰ εὐπρεπεστάτην μὲ ἕνα βρέφος εἰς τὰς ἀγκάλας της, μέσα εἰς μίαν πεδιάδα ὡραιοτάτην· ἐκεῖ εἶδε μακρὰν ἱστάμενον καὶ ἕνα δήμιον, ἡ δὲ γυνὴ εἶπεν εἰς τὸν Δημήτριον· «Ἐὰν δὲν πέσῃς εἰς χεῖρας τούτου τοῦ δημίου, δὲν κληρονομεῖς ταύτην τὴν πανευφρόσυνον πεδιάδα». Ἐξυπνήσας ὁ νέος ἠννόησεν ὅτι ἦτο θέλημα Θεοῦ νὰ μαρτυρήσῃ· ὅθεν ἐχάρη ἡ ψυχή του καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἔλαβε πολὺ περισσότερον πόθον. Ταῦτα ἐξομολογηθεὶς καὶ φανερώσας εἰς τὸν πνευματικόν του, δὲν ἠμπόρεσεν εὐθὺς νὰ λάβῃ τὴν ἄδειαν, διότι ὁ πνευματικὸς ἐφοβήθη, μήπως ἦσαν λογισμοὶ ἀνθρώπινοι· καὶ τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, κατὰ τὴν δεσποτικὴν ἀπόφασιν, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής· ὅθεν τὸν συνεβούλευε νὰ ὑπάγῃ εἰς Χριστιανικήν τινα κοινωνίαν καὶ μὲ τὴν καλὴν μετάνοιαν ἠδύνατο νὰ σωθῇ. Αὐτὰ καὶ τὰ τοιαῦτα τοῦ ἔλεγεν ὁ πνευματικός· βλέπων ὅμως ὅτι ὁ Δημήτριος ἐπέμενε ζητῶν τὴν ἄδειαν, ἠθέλησε νὰ τὸν δοκιμάσῃ· ὅθεν τὸν ἐκανόνισε μὲ νηστείας, προσευχὰς καὶ μετανοίας, τοῦ ἔδωσε δὲ διὰ νὰ μελετήσῃ καὶ μερικὰ βιβλία πνευματικὰ καὶ εἰς τὸν σκοπόν του συμβάλλοντα.


Ὑποσημειώσεις

[1] Καπετὰν πασᾶς ὠνομάζετο τουρκιστὶ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ στόλου.