Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ τοῦ Χιοπολίτου, τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωβ’ (1802).

καὶ νὰ χάσῃς τὴν ζωήν σου». «Τί νὰ κάμω, λέγει ὁ δυστυχής, διὰ νὰ μὴ ὑπάγω ἀνεξομολόγητος, ὡς ἁμαρτωλός, ἔκλινα καὶ μὴ θέλων ἐδέχθηκα τὴν βρωμερὰν ἐκείνων πίστιν». Τοῦτο βέβαια, δηλαδὴ τὸ νὰ μὴ ὑπάγῃ ἀνεξομολόγητος, τὸ εἶπε μὲ πολλὴν ἁπλότητα καὶ ἀφέλειαν, ἐπειδὴ ὄχι μόνον δὲν ἔμελλε νὰ κολασθῇ ὡς ἁμαρτωλός, ἀλλὰ μάλιστα καὶ ἤθελε στεφανωθῆ ὡς Μάρτυς. Πλὴν τάχα ἤθελε νὰ φανερώσῃ, ὅτι ἂν δὲν ἀπέθνησκεν, ἤθελε διορθώσει καὶ τὰ πρῶτα καὶ τὰ ὕστερα μὲ καλὴν μετάνοιαν καὶ ἐξομολόγησιν ὡς τόσον, ὅπως καὶ ἂν τὸ ἔκαμε, τὸ κακὸν ἔλαβε τέλος καὶ ἠρνήθη, φεῦ! τὸν γλυκύτατον Δεσπότην του τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ἀλλὰ μὲ λύπην του ἄκραν καὶ μὲ δάκρυα θερμά, τὰ ὁποῖα ἔχυνε νύκτα καὶ ἡμέραν, ὅταν ἔμενε μόνος του. Ἐγνωρίζετο ὅθεν ὅτι ἔκαιεν ἡ θλῖψις τὴν καρδίαν του καὶ ἡ σκυθρωπότης ἦτο ἀχώριστος ἀπὸ τὸ πρόσωπόν του καὶ διὰ τοῦτο δὲν τὸν ἐνεπιστεύοντο νὰ ἐξέλθῃ ἔξω καὶ τὸν ἐφύλαττον μὲ πολλὴν προσοχήν, τάχα ἕως νὰ συνηθίσῃ.

Ἐστάθη λοιπὸν οὕτω φυλαττόμενος ὁ Δημήτριος πενῆντα ἐννέα ἡμέρας, εἶτα ηὐδόκησεν ἡ θεία χάρις καὶ εὗρε καιρὸν ἐπιτήδειον, τὸν βαθύτατον ὕπνον τοῦ ραμαζανίου, ὅτε ἦσαν πάντες σχεδὸν ἀναίσθητοι ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ ὕπνου καὶ οὕτω κάμνων τὸν σταυρόν του, ἐρρίφθη ἔξω μὲ πολλὴν ἡσυχίαν, ἀλλὰ καὶ μὲ πολλὴν μεγάλην ταχύτῃτα καὶ πηγαίνων εἰς τὸ Σταυροδρόμι, ἐκρύφθη εἰς τὴν οἰκίαν ἑνὸς φίλου του Χριστιανοῦ χύνων ποταμοὺς δακρύων καὶ ξεσχίζων μὲ τοὺς ὄνυχας τὸ πρόσωπόν του, μὲ οἰμωγὰς καὶ στεναγμοὺς πικροτάτους, διὰ τὸ μέγα κακὸν ὅπερ ἔπαθεν· ἔπειτα ἐκάλεσεν ἐκεῖ τὸν πνευματικόν του πατέρα καὶ ἐξωμολογήθη μὲ δάκρυα θερμὰ καὶ μὲ κατάνυξιν καὶ συντριβὴν καρδίας ἀνείκαστον. Ἐκεῖ ἐκάλεσε καὶ τὸν ἀδελφόν του καὶ ἐπῆρε συγχώρησιν διὰ τὰ περασμένα, χωρὶς ὅμως νὰ τοῦ φανερώσῃ τὸν σκοπὸν τὸν ὁποῖον ἔβαλε τοῦ Μαρτυρίου· ἔπειτα ἔγραψεν ἐπιστολὴν εἰς τοὺς γονεῖς του, διηγούμενος ἐξ ἀρχῆς πῶς καὶ πόθεν τοῦ συνέβη τὸ μέγα πτῶμα τῆς ἀρνήσεως, τὰ ὁποῖα εἶναι αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ ὁποῖα ἐγράψαμεν ἐνταῦθα καὶ τοὺς ἐζήτησε συγχώρησιν, διότι τοὺς ἐλύπησεν ὑπερβολικά, φανερώνων εἰς αὐτοὺς ὅτι ἔλαβεν ἀπόφασιν νὰ ὑπάγῃ νὰ παρρησιασθῇ ἔμπροσθεν τῶν τυράννων, διὰ νὰ ὁμολογήσῃ ἀπ’ ἀρχῆς τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ὁποῖον ἀφρόνως καὶ παραλόγως ἠρνήθη, καὶ νὰ μὴ λυπηθοῦν διὰ τοῦτο, ἀλλὰ μάλιστα καὶ νὰ χαροῦν καὶ νὰ τοῦ δώσουν τὴν εὐχήν των, νὰ τελειώσῃ καθὼς διψᾷ ἡ καρδία του τὸ σκοπούμενον· ἔπειτα, λέγει, «ἐγὼ ἔγραψα ταῦτα ἕως ἐδῶ καὶ τὸ γράμμα ἀφήνω ἀνοικτὸν εἰς τὰς χεῖρας τοῦ πνευματικοῦ μου πατρός, διὰ νὰ σᾶς γράψῃ ἐκεῖνος ὅσα μετὰ ταῦτα ἔχουν νὰ ἀκολουθήσουν, ὁμοῦ καὶ τὸ τέλος μου».


Ὑποσημειώσεις

[1] Καπετὰν πασᾶς ὠνομάζετο τουρκιστὶ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ στόλου.