Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΙΑΚΩΒΟΥ τοῦ Ἀσκητοῦ.

ἀλλὰ καὶ τὸν εὐφήμησε λέγων· «Εὗρον Δαβίδ, τὸν τοῦ Ἰεσσαὶ ἄνδρα, κατὰ τὴν καρδίαν μου». Ἐὰν δὲν ἦτο μετάνοια, πῶς ὁ μακάριος Πέτρος, τῶν Ἀποστόλων ὁ πρωτόθρονος, ὅστις ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Χριστὸν τὰς κλεῖδας τοῦ Παραδείσου καὶ πάλιν τὴν ἠρνήθη τρισσῶς, ἔπειτα κλαύσας πικρῶς ἔλαβε τὴν τῆς ἁμαρτίας συγχώρησιν, καὶ τὴν μεγάλην ἀξίαν τῆς ἀποστολῆς ὡς καὶ πρότερον;».

Μὲ τοιαῦτα καὶ ἕτερα ὅμοια παραδείγματα στηρίξας τὴν καρδίαν τοῦ Ἰακώβου ὁ πάνσοφος, τον παρεκάλει νὰ μείνῃ ἐκεῖ μαζί του, διότι ἐφοβεῖτο μήπως ἐμποδίσῃ τὴν σωτηρίαν του ὁ παμπόνηρος. Ἐπέρασε λοιπὸν ἡ νὺξ ἐκείνη καὶ τὸ πρωΐ, ὅταν ἐπῆρε συγχώρησιν διὰ νὰ πηγαίνῃ ὁ Ἰάκωβος, ἐγονάτισεν ὁ Ἡγούμενος ἔμπροσθεν αὐτοῦ δεόμενος καὶ νουθετῶν αὐτὸν νὰ μείνῃ ἐκεῖ εἰς τὴν συνοδείαν τῶν ἀδελφῶν νὰ τὸν κυβερνήσουν, ἀλλὰ δὲν ἔστερξεν. Ὅθεν, παρὰ τὴν θέλησίν του, τὸν συνεχώρησε, συνοδεύσας αὐτὸν ἕως δεκαπέντε μίλια, διὰ νὰ τὸν διορθώσῃ καλλίτερα μὲ λόγους μετανοίας καὶ ψυχωφελῆ ὑποδείγματα. Καὶ τότε ὁ μὲν Ἡγούμενος ἐφίλησεν αὐτὸν εὐχόμενος διὰ τὴν σωτηρίαν του καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ Μοναστήριον, ὁ δὲ Ἰάκωβος περιπατῶν εἰς τὸν δρόμον του, εὗρεν ἕνα παλαιὸν μνῆμα μεγάλον ὡς σπήλαιον καὶ εἰσελθὼν εἰς αὐτό, ἐσύναξεν ὅλα τὰ ὀστᾶ καὶ τὰ ἐσώρευσεν εἰς μίαν γωνίαν τοῦ μνήματος.

Φράξας λοιπὸν ὁ Ὅσιος τὴν θύραν τοῦ τάφου ἐκλείσθη ἐντὸς αὐτοῦ καὶ κλίνας τὰ γόνατα ἔδερε το στῆθός του δυνατὰ καὶ ἐκτύπα εἰς τὴν γῆν, χύνων δὲ ὡς ποταμὸν θερμὰ δάκρυα καὶ στενάζων ἐκ βάθους καρδίας, ἐφώναζε πρὸς τὸν Θεὸν λέγων· «Πῶς νὰ τολμήσω νὰ ἴδω τὴν Ἁγίαν εἰκόνα σου, Δέσποτα, μὲ τὰ μεμολυσμένα μου ὄμματα; ποίαν ἀρχὴν νὰ εὕρω τῆς ἐξομολογήσεως; μὲ ποίαν καρδίαν καὶ ποίαν συνείδησιν νὰ προσέλθω; πῶς νὰ κινήσω τὴν ἀσεβῆ γλῶσσαν καὶ τὰ ἐρρυπωμένα χείλη μου πρὸς αἴνεσιν; ποίας ἁμαρτίας νὰ ζητήσω πρῶτον τὴν συγχώρησιν; πῶς νὰ ἀνοίξω τὸ βέβηλον στόμα μου, νὰ σοῦ αἰτήσω τὴν ἄφεσιν τῆς ἀσεβείας μου; Λυπήσου με, φιλάνθρωπε Κύριε, καὶ γενοῦ μοι τῷ ἀναξίῳ ἐλέους ἵλεως καὶ μὴ συναπολέσῃς με τὸν δυσσεβῆ καὶ παράνομον· πορνείαν καὶ φόνον ἐτέλεσα καὶ τὴν ἐμὴν ψυχὴν δισσῶς ἐμόλυνα, ὁ τρισάθλιος δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ πατῶ τὴν γῆν σου· δὲν τολμῶ νὰ βλέπω εἰς τὸν οὐρανὸν μὲ τὰ παμβέβηλά μου καὶ ἄσεμνα ὄμματα.