Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΙΑΚΩΒΟΥ τοῦ Ἀσκητοῦ.

τῆς κακίας του ἕνα Σαμαρείτην, εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· οὗτος συνήθροισε τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους του καὶ ἐγύρευον ἐνέδρας καὶ μηχανάς, διὰ νὰ διώξουν ἀπὸ τὸ κελλίον του τὸν Ὅσιον. Ἀφοῦ ἐμηχανεύθησαν πολλά, τέλος ἔδωσαν εἴκοσι φλωρία χρυσᾶ εἰς μίαν πόρνην, τῆς ἔταξαν δὲ νὰ τῆς δώσουν καὶ ἄλλα περισσότερα, ἐὰν δυνηθῇ νὰ ὑποσκελίσῃ τὸν Ὅσιον, διὰ νὰ εὕρουν ἀφορμὴν νὰ τὸν ἐκβάλουν ἀπὸ τὰ ὅριά των οἱ ἄνομοι. Ἐπῆγε λοιπὸν ἡ ἀνοσία καὶ ἄσωτος, ὅταν ἐνύκτωσεν, εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ὁσίου, καὶ κρούσασα τὴν θύραν τὸν παρεκάλει νὰ τὴν ὑποδεχθῇ ἀλλ’ ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ τῆς ἀνοίξῃ. Αὐτὴ ὅμως ἔμεινεν ὥραν πολλὴν καὶ ἐδέετο ἀναιδῶς μὲ δάκρυα ἱκετεύουσα.

Ἀνοίξας ὅθεν ὁ Ὅσιος τὴν θύραν καὶ ἰδὼν αὐτήν, ἐνόμισεν ὅτι ἦτο φάντασμα καὶ κλείσας τὴν θύραν ἔπεσεν εἰς προσευχὴν δεόμενος νὰ τὸν λυτρώσῃ ἀπὸ τὸν πειρασμὸν ὁ Κύριος· ἡ δὲ γυνὴ ἐφώναζε λέγουσα· «Ἐλέησόν με, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, ἄνοιξόν μοι διὰ τὸν Κύριον διὰ νὰ μὴ μὲ φάγωσι τὰ θηρία τὴν τάλαιναν!». Οὕτω λοιπὸν κράζουσα ἕως τὸ μεσονύκτιον, τὴν ἐλυπήθη ὁ Ὅσιος καὶ ἀνοίγων τὴν ἠρώτησε πόθεν ἦτο καὶ τί ἐγύρευεν· ἡ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ἀπὸ τὸ δεῖνα Μοναστήριον εἶμαι καὶ μὲ ἀπέστειλεν ἡ Ἡγουμένη νὰ φέρω εὐλογίας εἰς τοῦτο τὸ χωρίον καὶ ἐνύκτωσε δι’ αὐτό, σὲ παρακαλῶ, νὰ μὲ κρατήσῃς ἐδῶ ἕως ὅτου ἐξημερώσῃ καὶ τότε νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ὁδόν μου ἀκίνδυνα». Εὐσπλαγχνισθεὶς λοιπὸν αὐτήν, τῆς ἔδωκεν ἄρτον καὶ ὕδωρ καὶ ἀφήνοντάς την εἰς τὸ ἔξω κελλίον, εἰσῆλθεν εἰς τὸ ἐσώτερον. Αὕτη, ἀφοῦ ἔφαγεν, ἡσύχασεν ὀλίγον καὶ ἔπειτα ἀρχίζει φωνὰς μεγάλας καὶ ἔκλαιεν, ὡσὰν νὰ τὴν ἔδερναν. Ἐρωτήσας αὐτὴν ὁ Ὅσιος τί ἔπαθεν, ἀπεκρίθη ὅτι τῆς ἦλθεν εἰς τὴν καρδίαν πόνος δεινότατος καὶ τὴν ἔφερνεν εἰς θάνατον καὶ τὸν παρεκάλει νὰ βάλῃ εἰς τὸ στῆθός της τὸ χέρι του, νὰ σταυρώσῃ τὸν τόπον, μήπως παύσῃ ὁ πόνος της. Πιστεύσας λοιπὸν ὁ Ἅγιος, ἐβγῆκε καὶ ἀνάπτων μεγάλην πυρὰν ἔβαλεν εἰς αὐτὴν τὴν ἀριστεράν του χεῖρα καὶ μὲ τὴν δεξιὰν ἤλειφε τὴν γυναῖκα εἰς τὸ στῆθος μὲ ἔλαιον ἀπὸ τὴν κανδήλαν τῶν Ἁγίων· αὐτὴ δὲ προσεπάθει νὰ τὸν παγιδεύσῃ καὶ τοῦ λέγει· «Διὰ τὸν Κύριον, παρακαλῶ σε, ἄλειφέ μου τὴν καρδίαν ὥραν πολλήν, ἕως ὅτου παύσουν οἱ πόνοι μου».