Τῇ ΚΔ’ (24ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν ΞΕΝΗΣ καὶ τῶν δύο αὐτῆς θεραπαινίδων.

καιρὸν ἔγινε Μοναστήριον γυναικῶν, διότι ἐσυνάχθησαν καὶ ἄλλαι πολλαὶ πρὸς ζῆλον αὐτῆς καὶ μίμησιν. Ἀλλ’ οὐδεὶς ἐγνώρισεν ἀπὸ ποῦ ἦτο ἡ Ὁσία καὶ πῶς ὠνομάζετο, διότι ὁ μακάριος Παῦλος ἔλεγεν ὅτι τὰς ἔφερεν ἀπὸ τὴν Κῶν καὶ εἰς τοῦτο δὲν ἐψεύδετο.

Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐκοιμήθη ὁ Ἐπίσκοπος ἐκείνης τῆς πόλεως Κύριλλος καὶ ἐψήφισαν τὸν πορρηθέντα Παῦλον, ὅστις συνεβούλευσε τὴν Ξένην νὰ γίνῃ Ἱεροδιάκονος, καθὼς εἶχον τότε συνήθειαν. Ἀλλ’ αὐτὴ ὡς ταπεινόφρων δὲν ἤθελε νὰ δεχθῇ ἱερωσύνης φορτίον ἐπάνω της. Ὅμως καὶ παρὰ τὴν θέλησίν της τὴν ἐχειροτόνησε. Πόσους δὲ πόνους καὶ κόπους ὑπέμεινεν, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἀξίαν, δὲν μᾶς φθάνει ἡ ὥρα νὰ διηγούμεθα. Μάλιστα καθ’ ὅσον ἦτο πρότερον καλομαθημένη καὶ συνηθισμένη εἰς τὰ εὔμορφα φαγητά, ἐνῷ τότε διήρχετο βίον ἄϋλον ὄντως καὶ ξένον ἡ Ξένη, τῶν Ἀγγέλων ἐφάμιλλον καὶ μὲ τόσην σκληραγωγίαν ἐπέρνα, ὥστε οἱ δαίμονες ἔφριττον μακρόθεν καὶ δὲν ἐτόλμων νὰ τὴν πλησιάσωσιν, ὅτι κάθε τρεῖς ἡμέρας ἔτρωγε μίαν φοράν, ὅτε δὲν εἶχε πόλεμον. Ἀλλ’ ὅταν ἠγωνίζετο, ἔτρωγε μόνον κάθε ἑβδομάδα ἄρτον ξηρόν. Ὅμως οἶνον, ἔλαιον, χόρτα, ὄσπρια ἢ ἄλλο πρᾶγμα μαγειρευμένον δὲν ἐδοκίμαζεν, οὔτε κανὲν εἶδος ὀπωρικοῦ παντελῶς. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνο τὸ ὀλίγον παξιμάδι, τὸ ὁποῖον ἔβρεχεν εἰς τὸ ὕδωρ, τὸ ἐσυγκέρνα μὲ δάκρυα καὶ ἔβαζε καὶ στάκτην ἀπὸ θυμιατήριον καὶ οὕτως ἐλάμβανεν ὀλίγην τροφὴν μὲ πολλὴν κακοπάθειαν, ἐσθίουσα κατὰ τὸν μακάριον Δαβὶδ σποδὸν ὡσεὶ ἄρτον καὶ κιρνῶσα μετὰ κλαυθμοῦ τὸ πόμα της.

Ταῦτα ἡ μακαρία Ξένη ἐτέλει κρυφίως ἀπὸ τὰς ἄλλας ὅσον ἠδύνατο, διὰ νὰ φύγῃ τον ἔπαινον. Μόνον δὲ αἱ δύο δοῦλαι της τὴν ἐστοχάζοντο πολλάκις καὶ ἔπασχον νὰ τὴν μιμοῦνται κατὰ δύναμιν καὶ τὴν ἐθαύμαζον, ὅτι μὲ ὅλην ἐκείνην τὴν ἀσιτίαν πάλιν δὲν ἄφηνε τὸν κανόνα της, ἀλλὰ ἠγωνίζετο τὸ περισσότερον τῆς νυκτὸς μὲ γονυκλισίας καὶ προσευχήν. Πολλάκις δὲ τὴν εἶδον νὰ γονατίζῃ εἰς προσευχὴν ἀπὸ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου καὶ ἔμενεν οὕτω προσευχομένη μέχρις ὅτου ἔκρουε τὸ σήμαντρον τοῦ ὄρθρου. Καὶ ἄλλας φορὰς πάλιν διήρχετο ὅλην τὴν νύκτα προσευχομένη καὶ κλαίουσα καὶ τὸ θαυμασιώτερον, μὲ ὅλον ὅτι ἐτέλει τοιαύτας ἀρετάς, εἶχεν ἐπάνω εἰς ὅλα τὴν ταπείνωσιν καὶ δὲν ἔλειψαν ποτὲ προσευχομένης τὰ δάκρυα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς της, ὡς νὰ ἦτο τις φονεὺς καὶ πόρνος καὶ κακότροπος ἄνθρωπος. Εἶχε δὲ ἡ Ὁσία τὴν


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Μύλασα εἶναι πόλις ὀχυρὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Μέλες καὶ Μίλας σήλερον καλουμένη, ἥτις κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους ἦτο ἕδρα Ἐπισκοπῆς.