Τῇ ΚΔ’ (24ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν ΞΕΝΗΣ καὶ τῶν δύο αὐτῆς θεραπαινίδων.

ΕΙΚΟΝΑ

ΞΕΝΗΣ τῆς θαυμασίας ὁ καινὸς καὶ ξένος βίος, εἰς μὲν τὴν ποσότητα εἶναι πολὺ ὀλίγος καὶ βραχύτατος, εἰς δὲ τὴν διήγησιν εἶναι ὑπερβολικὰ πλούσιος καὶ εὐπρεπέστατος καὶ τόσον κατανυκτικὸς καὶ γλυκύτατος, ὥστε δύναται νὰ δώσῃ εἰς τοὺς εὐλαβεῖς ἀκροατὰς μεγάλην ὠφέλειαν. Ὅτι αὐτὴ ἡ μακαρία ἦτο ἀπὸ γένος ἐπιφανὲς καὶ εὐγενέστατον, τὸ δὲ βαπτιστικόν της ὄνομα ἦτο Εὐσεβία. Οἱ γονεῖς της ἦσαν φιλόθεοι, πλούσιοι ἄρχοντες τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης καὶ ἔνδοξοι, εἰς δὲ τὴν ἐν γένει διαγωγήν των ἐπιφανέστεροι. Φιλαρέτως λοιπὸν καὶ χριστιανικῶς ἀνατραφεῖσα, ὅταν ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν νόμιμον, τὴν ἐζήτησεν ὡς νύμφην του πλούσιός τις ὅμοιος αὐτῆς καὶ εἰς τὸ γένος περιφανέστατος. Καὶ οἱ μὲν γονεῖς αὐτῆς, μὴ γνωρίζοντες τὴν γνώμην της, ἐδέχθησαν δώσαντες τὸν λόγον αὐτῶν, συνάμα δὲ καὶ εὐτρεπίζοντες τὰ τῶν γάμων ἁρμόδια. Ἡ μεγαλόφρων ὅμως καὶ πάνσεμνος αὕτη κόρη εἶχε τὸν νοῦν ὅλον ἀφιερωμένον εἰς τὸν οὐράνιον νυμφίον τὸν περικαλλῆ καὶ ἀθάνατον, εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ ὁποίου ἦτο αἰχμαλωτισμένη καὶ εἶχε τὴν καρδίαν της τετρωμένην καὶ πληγωμένην ὅλως δι’ ὅλου εἰς τὸν θεῖον αὐτοῦ ἔρωτα.

Τούτους τοὺς λόγους τῶν γάμων ἡ μακαρία ἀκούσασα καὶ νομίζουσα αὐτοὺς λήρους καὶ φλυαρήματα, ἀπεφάσισε νὰ φύγῃ κρυφά, ἵνα φυλάξῃ τὴν παρθενίαν της. Ὡμολόγησε λοιπὸν τὴν σκέψιν της εἰς δύο γυναῖκας ἀπὸ τὰς δούλας της, τὰς ὁποίας ἐγνώριζεν ὅτι ἦσαν πισταὶ καὶ δὲν θὰ ὡμολογοῦσαν ποτὲ τὸ μυστικόν. Ἀφοῦ λοιπὸν τῆς ὑπεσχέθησαν ὅτι δὲν θὰ ἐξέλθῃ ποτὲ ἀπὸ τὸ στόμα των ὅ,τι ἐμπιστευθῇ εἰς αὐτὰς, εἶπε ταῦτα· «Ἐγώ, ἀδελφαί μου ἠγαπημέναι, ἐμίσησα τὸν κόσμον τοῦτον ὡς φθαρτὸν καὶ εὐμάραντον καὶ μόνον τὸν Σωτῆρά μου καὶ Δεσπότην ἐπόθησα καὶ βούλομαι νὰ φύγω κρυφίως ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου διὰ νὰ μὴ μὲ ὑπανδρεύσωσι. Λοιπὸν ἐπειδὴ σᾶς ἀγαπῶ περισσότερον ἀπὸ τὰς ἄλλας μας δούλας, σᾶς λέγω τὴν γνώμην μου, ἐὰν θέλετε νὰ μὲ ἀκολουθήσετε, νὰ σᾶς ἔχω εἰς τοῦτον τὸν κόσμον ὡς ἀδελφὰς καὶ μητέρας μου καὶ εἰς τὸν μέλλοντα νὰ ἀπολαύσωμεν ὁμοίαν δόξαν μακαριότητος· καὶ μὴ φοβηθῆτε εἰς τοῦτο, ὅτι δυνατὸν νὰ σᾶς τύχῃ κανένας κίνδυνος· ὅτι μάρτυρα σᾶς δίδω τὸν Χριστόν, δὲν ἀλλάσσω τὴν γνώμην μου, κἂν μυρίους θανάτους ἂν μοῦ δώσωσι». Ταῦτα αἱ πιστόταται ἐκεῖναι καὶ ὄντως εὐγνώμονες δοῦλαι παρὰ τῆς Ὁσίας ἀκούσασαι ἔταξαν νὰ μὴ χωρισθοῦν ἀπ’ αὐτῆς οὐδέποτε καὶ νὰ τὴν ἀκολουθήσουν προθύμως ὅπου καὶ ἂν ὑπάγῃ καὶ ἕως θανάτου νὰ τὴν ἀγαπῶσι καὶ νὰ τὴν φυλάττωσιν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Μύλασα εἶναι πόλις ὀχυρὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Μέλες καὶ Μίλας σήλερον καλουμένη, ἥτις κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους ἦτο ἕδρα Ἐπισκοπῆς.