Τῇ ΚΔ’ (24ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν ΞΕΝΗΣ καὶ τῶν δύο αὐτῆς θεραπαινίδων.

Οὕτω λοιπὸν καὶ αἱ τρεῖς αὗται Ὅσιαι, συντασσόμεναι κοινῇ γνώμῃ εἰς τὸν κοινὸν Δεσπότην, προητοιμάζοντο ἀπὸ τὴν ὥραν ἐκείνην εἰς τὴν σκληραγωγίαν καὶ κακοπάθειαν, διὰ νὰ εἶναι συνηθισμέναι ὕστερον, ἵνα μὴ ἔλθῃ ἀσθένειά τις εἰς αὐτάς. Ἐκαρτέρουν λοιπὸν καιρὸν ἐπιτήδειον, οὕτως ὥστε νὰ μὴ ἐννοήσῃ τις ἄλλος, ὅτι φεύγουσιν. Ὅσα δὲ στολίδια ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ ὡς καὶ ἱμάτια πολύτιμα εἶχεν ἡ ὄντως εὐσεβὴς Εὐσεβία ἐπῆρε κρυφίως ἀπὸ τοὺς γονεῖς της καὶ τὰ ἔστειλε μὲ τὰς δούλας αὐτῆς εἰς χήρας καὶ ὀρφανά, διὰ νὰ τὰ εὕρῃ εἰς αἰῶνα τὸν μέλλοντα. Ὅταν δὲ ἐπλησίαζαν αἱ ἡμέραι τῶν γάμων, ἐνεδύθησαν ἀνδρῴαν στολὴν καὶ ἐξῆλθον νυκτὸς ἀπο τὴν οἰκίαν κλαίουσαι ἅμα καὶ χαίρουσαι. Ἔκλαιον, λέγω, ὄχι διὰ λύπην τινά ἀλλὰ ἀπὸ τὴν χαράν των, ὅτι τὰς ἐφώτισεν ὁ Θεὸς νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸν μάταιον κόσμον, νὰ εὕρουν τὴν σωτηρίαν των καὶ προσηύχοντο λέγουσαι· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, φώτισον ἡμᾶς καὶ πρὸς σωτηρίαν ὁδήγησον, ὅτι Σὲ ἐξ ὅλης μας ψυχῆς ἐποθήσαμεν». Ἡ δὲ Ὁσία ἐνουθέτει τὰς ἄλλας τοιαῦτα λέγουσα· «Φυλάττεσθε ἀκριβῶς νὰ μὴ μεταβάλῃ γνώμην καμμία ἀπὸ σᾶς, ὅτι ἄλλη ὁδὸς ἀπὸ τὴν ἄσκησιν δὲν εἶναι μακαριωτέρα. Ὅτι πρῶτον μὲν ἐλυτρώθημεν ἀπὸ τὰ λυπηρὰ τοῦ κόσμου καὶ τὰς μερίμνας τοῦ βίου. Δεύτερον, ἐλπίζομεν νὰ ἀπολαύσωμεν τὰ μέλλοντα ἀγαθά, τὰ ἀληθινὰ καὶ αἰώνια». Ὅθεν μὲ τούτους καὶ τοὺς τοιούτους ψυχωφελεῖς λόγους ἐστερεώθησαν καλλίτερα.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασαν εἰς τὴν θάλασσαν, Θεοῦ εὐδοκοῦντος εὗρον πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἔφευγε τὴν ὥραν ἐκείνην διὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Ὅθεν ἐπιβιβασθεῖσαι αὐτοῦ ἔφθασαν ἐκεῖ ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν, διότι ἔκαμε καιρὸν ἐπιτήδειον. Ἐκεῖθεν πάλιν μὲ ἄλλο πλοῖον ἔστρεψαν εἰς τὴν νῆσον Κῶν, διὰ νὰ μὴ δυνηθοῦν ποτὲ νὰ τὰς εὕρωσι, διότι ἐγνώριζεν ὅτι ἔμελλον οἱ γονεῖς της νὰ κάμουν μεγάλην ἐξέτασιν εἰς πολὺν κόσμον καὶ Μοναστήρια διὰ νὰ τὴν εὕρωσι. Δι’ αὐτὸ λοιπὸν ἀνεζήτει τόπον ἔρημον, εἶπε δὲ καὶ εἰς τὰς ἄλλας· «Φυλάττεσθε ἀκριβῶς νὰ μὴ θαρρεύσετε κανενὸς τὸ μυστικόν, οὔτε τὴν πατρίδα μας κἂν νὰ ὁμολογήσητε, οὔτε νὰ μὲ λέγητε Εὐσεβίαν, καθὼς μὲ ἐβάπτισαν. Ἀλλὰ Ξένην νὰ μὲ ὀνομάζετε καὶ εἰς τοῦτο δὲν ψεύδεσθε. Ἐπειδὴ τὴν σήμερον ξένη λογίζομαι, ὅτι ἐξωρίσθην ἀπὸ τὴν πατρίδα καὶ τοὺς φιλτάτους γονεῖς μου καὶ ἔγινα πτωχὴ καὶ ξένη διὰ τὸν ξενητεύσαντα Κύριον». Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασαν εἰς τὴν νῆσον, εὗρον οἰκίαν τινὰ καὶ πληρώσασαι τὸ ἐνοίκιον κατῴκησαν εἰς αὐτήν. Ἡ δὲ μακαρία Ξένη εἶχε πόθον νὰ εὕρῃ πατέρα τινὰ


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Μύλασα εἶναι πόλις ὀχυρὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Μέλες καὶ Μίλας σήλερον καλουμένη, ἥτις κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους ἦτο ἕδρα Ἐπισκοπῆς.