Ταῦτα ἀκούσας ὁ διώκτης καὶ ἀπογνοὺς πάσης ἐλπίδος, ἤρχισε νὰ παιδεύῃ τὸν Ἅγιον καὶ πρῶτον μὲν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς ἕνα τραχὺ καὶ φοβερὸν ὄργανον, τὸν ὁποῖον ὠνόμαζον κοχλίαν καὶ ἦτο ὡς μάγγανον εἰς τὸν ὁποῖον τὸν ἔσφιγγαν δυνατά, διὰ νὰ ἀναλωθῇ τὸ σῶμα του καὶ νὰ συντριβῇ ἐντελῶς ἀπὸ τὴν δεινὴν αὐτὴν κάκωσιν, διὰ νὰ λάβῃ πικρότατον θάνατον. Εἰς ταύτην λοιπὸν τὴν δυσφορωτάτην καὶ σκληροτάτην βάσανον ἔκαμεν ὥραν πολλὴν ὁ Σαπρίκιος, ὑπομένων καρτερικῶς καὶ δὲν ἠρνήθη τὴν εὐσέβειαν, πειθόμενος εἰς τὸ Δεσποτικὸν πρόσταγμα τὸ λέγον· «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. ι’ 28). Ἰδὼν λοιπὸν ὁ διώκτης, ὅτι ὑπέμεινε μὲ θαυμασίαν καρτερίαν τὴν φρικτὴν αὐτὴν βάσανον καὶ μὴ ἔχων πλέον ἐλπίδα νὰ τὸν νικήσῃ, ἔδωκε κατ’ αὐτοῦ τοιαύτην ἀπόφασιν· «Τὸν Σαπρίκιον, τὸν Ἱερέα τῶν Χριστιανων, ἐπειδὴ δὲν ἠθέλησε νὰ ἀπαρνηθῇ τὴν ματαίαν ἐκείνην λατρείαν, οὔτε κατεδέχθη νὰ προσκυνήσῃ τοὺς ἀθανάτους θεούς, ἀλλὰ ἐφάνη παρήκοος τῶν βασιλικῶν προσταγμάτων, προστάσσω νὰ ἀποκεφαλίσωσι μὲ τὸ ξίφος ὡς ἀπειθήσαντα».
Παρέλαβον λοιπὸν οἱ δήμιοι τὸν Σαπρίκιον, διὰ νὰ τὸν ὁδηγήσωσιν εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκτελέσεως. Ὁ δὲ Νικηφόρος, ἡ μεγάλη διὰ Χριστὸν ψυχὴ καὶ ὄντως φιλόσοφος, ταῦτα γνωρίζων, εἶχε μεγάλην μελέτην καὶ φροντίδα διὰ τὸν φίλον του, νὰ γίνῃ μεταξύ των διαλλαγή, ὅπως ἐκείνου μὲν ἡ θυσία γίνῃ εὐπρόσδεκτος εἰς τὸν Κύριον, ὡς τελειώσαντος τὸν ἀγῶνα καλῶς διὰ τὴν εὐσέβειαν, οὗτος δέ, ἐκπληρῶν τὸ Δεσποτικὸν πρόσταγμα, προτιμήσῃ τὴν μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ καταλλαγὴν ὑπὲρ πᾶσαν θυσίαν καὶ ὁλοκάρπωσιν. Νομίζων λοιπόν, ὅτι δὲν ἤθελεν ἀρνηθῆ τὴν διαλλαγὴν ὁ Σαπρίκιος τὴν ὥραν ἐκείνην κατὰ τὴν ὁποίαν ἔτρεχε νὰ λάβῃ, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Κυρίου, τὸν θάνατον, καταφρονήσας πᾶσαν προσπάθειαν τῆς σαρκὸς καὶ μόνον τὰ αἰώνια στοχαζόμενος, προστρέχει μετ’ εὐλαβείας καὶ πίπτων εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ, δεόμενος καὶ ἱκετεύων αὐτὸν θερμότατα, ἔλεγεν· «Ἐνθυμήσου τὴν προτέραν φιλίαν καὶ ἀγάπην, τὴν ὁποίαν εἴχομεν μεταξύ μας καὶ ἐλέγαμεν νὰ μὴ ξεχωρίσωμεν οὐδέποτε, ἀλλὰ νὰ εἴμεθα ἡνωμένοι δι’ ἀγάπης καὶ μετὰ θάνατον. Μὴ ἀφήσῃς τὸν φίλον σου ἀσυγχώρητον καὶ φύγῃς ἀπὸ πλησίον μου ἀδιάλλακτος καὶ ὑστερηθῇς τῆς αἰωνίου μακαριότητος. Βάλε εἰς τὸν νοῦν σου τὸ ὅτι εἶσαι λειτουργὸς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου γίνεσαι σήμερον κοινωνὸς τῶν παθημάτων διὰ τοῦ Μαρτυρίου καὶ τῆς νεκρώσεως, καὶ μὴ ὑπάγῃς πρὸς αὐτὸν ἄσπονδος καὶ ἄσπλαγχνος καὶ ἀπολέσῃς τοὺς κόπους σου». Αὐτὰ καὶ ἕτερα ἔλεγε μετὰ δακρύων