Ἔστειλε λοιπὸν ὁ καλὸς Νικηφόρος ἐκ δευτέρου καὶ ἐκ τρίτου μεσίτας, γνωρίζων ὅτι καὶ αὐτοὶ δὲν θέλουν ζημιωθῆ τὸν μισθὸν τοῦ κόπου των καὶ ἐκεῖνος ἴσως θέλει σώσει τὸν φίλον του. Οἱ δὲ ἀπελθόντες ἐνουθέτησαν ἱκανῶς τὸν Σαπρίκιον, ἐκεῖνος ὅμως ἔμεινεν ὁ αὐτὸς κωφὸς κατὰ τὰ ὦτα τῆς ψυχῆς, ὑπὸ τῆς ἀλόγου μανίας ὅλως κυριευόμενος. Τότε ὁ ταπεινόφρων καὶ ἀμνησίκακος Νικηφόρος, βλέπων, ὅτι μὲ τοὺς μεσίτας δὲν κατώρθωσε τίποτε, ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ καὶ μόνος του, νὰ τὸν προσκυνήσῃ, μήπως καὶ ἁπαλύνῃ ἡ καρδία του, ὅταν ἴδῃ κατὰ πρόσωπον τὸν φίλον του, νὰ ἐνθυμηθῇ τὴν προτέραν ἀγάπην, νὰ κλίνῃ εἰς εὐσπλαγχνίαν ὁ ἄσπλαγχνος, νὰ γίνῃ πάλιν ἡδίστη καὶ ποθεινοτέρα ἡ προτέρα φιλία των, ἐπειδὴ καὶ ὁ ἥλιος μετὰ τὴν νύκτα γλυκύτερος φαίνεται, ὁμοίως καὶ μετὰ τὸν χειμῶνα ἡ ἄνοιξις. Εὑρίσκων λοιπὸν καιρὸν ἁρμόδιον κατὰ τὸν σκοπόν του, ἀπῆλθεν ἡσύχως καὶ πίπτει εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ μὲ πολλὴν ταπείνωσιν λέγων· «Συγχώρησόν μοι, διὰ τὸν Κύριον, εἰς ὅσα σοῦ ἔπταισα καὶ σὲ ἐλύπησα». Ἀλλ’ οὔτε τότε τὸν συνεπόνεσεν ἡ ἀμείλικτος ἐκείνη ψυχή, οὔτε ἔκλινεν ὁ ἀσυμπαθὴς καὶ ἐμπαθὴς εἰς συμπάθειαν. Οὔτε κἂν λόγον μικρὸν πρὸς τὸν φίλον του ὡμίλησεν, οὔτε μὲ βλέμμα ποσῶς τὸν ἐκύτταξεν, ἀλλ’ ἔστρεψεν ὀπίσω τὸ πρόσωπον.
Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον λοιπόν, κατὰ τὸν ὁποῖον ἦτο εἰς τόσον μῖσος παράλογον ὁ Σαπρίκιος, ἐξήφθη καὶ πάλιν ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ἐπειδὴ ἀνέβησαν εἰς τὸν θρόνον τῆς βασιλείας ὁ Παραβάτης Ἰουλιανὸς καὶ ὁ ἀδελφός του Γάλλος, οἵτινες ἔστειλαν εἰς ὅλους τοὺς ἄρχοντας γράμματα νὰ παιδεύουν ἀνηλεῶς τοὺς πιστοὺς μὲ διάφορα κολαστήρια καὶ ὅσοι δὲν προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα νὰ τοὺς δίδουν σκληρὸν καὶ πικρότατον θάνατον. Τοῦτο τὸ δόγμα ἔφθασε καὶ εἰς τὴν πόλιν εἰς τὴν ὁποίαν κατοικοῦσαν ὁ Νικηφόρος καὶ ὁ Σαπρίκιος, ὅστις ἦτο διὰ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης ἐπισημότερος. Τοῦτον ἥρπασαν εὐθὺς οἱ ὑπηρέται τοῦ ἡγεμόνος καὶ τὸν ἔφεραν ἔμπροσθεν αὐτοῦ εἰς ἐξέτασιν. Ἐρωτηθεὶς λοιπὸν τὸ σέβας, τὴν τάξιν, τὴν κλῆσιν καὶ τὰ λοιπά, ἀπεκρίθη· «Τὸ ὄνομά μου εἶναι Σαπρίκιος, εἰς δὲ τὸ σέβας εἶμαι Χριστιανὸς καὶ Ἱερεὺς τὸ ἀξίωμα». Ὁ ἡγεμών, διὰ νὰ τὸν κάμῃ νὰ φοβηθῇ τοῦ ἀνέγνωσε τὰ βασιλικὰ προστάγματα διὰ νὰ ἀκούσῃ τὰς ἀπειλὰς καὶ τὰς τιμωρίας τὰς ὁποίας διελάμβανον, ὁ δὲ Σαπρίκιος χωρὶς δειλίαν ἀπεκρίθη· «Ἡμεῖς, ὦ ἡγεμών, εἴμεθα πολὺ καλῶς διδαγμένοι ἀπὸ τὰς Θείας Γραφὰς τὰς ἀληθεῖς καὶ ἀξιοπίστους καὶ προσκυνοῦμεν ἕνα Θεὸν εἰς τὴν οὐσίαν εἰς τρία πρόσωπα ἀδιαιρέτως μεριζόμενον, τὸν ὁποῖον μόνον ὁμολογοῦμεν καὶ γνωρίζομεν Ποιητὴν ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. Οἱ δὲ ἰδικοί σας θεοὶ τῶν Ἑλλήνων εἶναι μῦθοι ὄντως καὶ καταγέλασμα, ἐπειδὴ εἶναι ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων καὶ ἄχρηστα πλάσματα».