τὰ ὁποῖα ἔλαβεν ἀπὸ τοὺς τυράννους διὰ τὴν πίστιν, ἐπειδὴ δὲν ἀφῆκε τὸ μῖσος καὶ νὰ συγχωρήσῃ τὸν ἀδελφόν του, ἐξέπεσε τῆς ἀξίας τοῦ Μαρτυρίου ὁ ἀλιτήριος καὶ ἐζημιώθη τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως. Ὁ δὲ συμπαθὴς καὶ τῆς νίκης ἐπαξίως ἐπώνυμος καὶ τροπαιοφόρος Νικηφόρος, ἐπειδὴ ἐπόθει τὴν ἀγάπην καὶ ἐζήτει ἐκ καρδίας αὐτοῦ τὴν διαλλαγήν, ἠξιώθη παραδόξως τοῦ Μαρτυρίου ὁ πάνσοφος καὶ ἔλαβε χωρὶς κόπων καὶ πόνων τὸν στέφανον. Προσέχετε λοιπόν, ἀγαπητοὶ ἀναγνῶσται καὶ ἀκροαταί, καὶ φυλάγεσθε ὅσοι εἶσθε μνησίκακοι, νὰ μὴ πάθητε ὁμοίαν παρὰ Θεοῦ ἐγκατάλειψιν, ὡς ἔπαθεν ὁ προαναφερθεὶς ἄφρων Σαπρίκιος.
Οὗτος ἦτο ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν [1], Ἱερεὺς τὸ ἀξίωμα καὶ εἶχε μεγάλην φιλίαν μὲ τὸν εὐλογημένον Νικηφόρον, ὅστις ἦτο κοσμικὸς καὶ δὲν εἶχε καμμίαν Ἐκκλησιαστικὴν ἀξίαν, ἀλλ’ ὅμως ἦτο πάντων τῶν Ἱερέων ἐναρετώτερος. Τοσαύτην δὲ φιλίαν εἶχε μὲ τὸν Σαπρίκιον, ὥστε ἐφαίνετο ὅτι ὁ εἷς ἔζη εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἑτέρου καὶ περιεπάτει μὲ τοὺς πόδας ἐκείνου καὶ ὡμίλει μὲ τὸ στόμα του καί, ἁπλῶς εἰπεῖν, εἶχον ἀμφότεροι μίαν βουλὴν καὶ γνώμην καὶ θέλησιν. Ἀλλ’ ὁ φθονερὸς ὄφις, μὴ ὑποφέρων νὰ βλέπῃ τοιαύτην ὁμόνοιαν, βασκαίνων τὸ ἀγαθὸν ὁ μισόκαλος, ἔβαλε μεταξὺ αὐτῶν τόσον σκάνδαλον, ὅσην ἀγάπην εἶχον πρότερον καὶ τόσον ἐμίσησεν ὁ εἷς τὸν ἄλλον, ὥστε δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν ἴδῃ εἰς τὸ πρόσωπον, ἀλλὰ ἐγύριζεν ἀπὸ τὸν δρόμον, διὰ νὰ μὴ συναντηθῶσι. Διότι ἡ μεγάλη φιλία τρέπεται, κατὰ τὸν κοινὸν λόγον, εἰς ἔχθραν καὶ μῖσος ἄπειρον, καθὼς εἰς τούτους συνέβη. Πλὴν ὅμως, ὁ ἀγαθὸς Νικηφόρος, ὡς πρᾷος, ἐπιεικὴς καὶ μέτριος, γνωρίσας, ὅτι ὁ δαίμων ἦτο τὸ αἴτιον τῆς ἔχθρας, ἐφρόντιζε νὰ γίνῃ καὶ πάλιν διαλλαγὴ μεταξύ των, διὰ νὰ μὴ παροξύνεται ὁ φιλάνθρωπος.
Ταῦτα ἐσκέπτετο ὁ τοῦ Χριστοῦ δοῦλος γνήσιος Νικηφόρος, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμα νὰ παρουσιασθῇ ὁ ἴδιος εἰς τὸν Σαπρίκιον, γνωρίζων τὴν πολλὴν ἐκείνου σκληρότητα. Ὅθεν ἔβαλε μεσίτας νὰ τὸν παρακαλέσουν πρὸς τοῦτο μὲ λόγια ἤρεμα, οἵτινες προσεπάθησαν πολὺ καὶ τοῦ εἶπον ὅσα δύνανται νὰ ταπεινώσουν καὶ τὴν πλέον ὀργίλην καὶ ὑπερήφανον ψυχὴν καὶ μὲ τόσους λόγους καὶ παραδείγματα ἐδοκίμασαν νὰ καταπραύνωσι τὸν θυμόν του, ὥστε καὶ λίθος ἐκ φύσεως ἐὰν ἦτο, ἤθελε γίνει μαλακώτερος· ἡ σκληροτέρα ὅμως καὶ ἀταπείνωτος τούτου καρδία δὲν μετεμελήθη ποσῶς νὰ τραπῇ πρὸς συμπάθειαν. Δὲν ἐνεθυμήθη τὴν προτέραν φιλίαν, ὁ ἄσπλαγχνος, οὔτε τὴν ἐντολὴν τοῦ Δεσπότου ὁ ἀσυνείδητος, μάλιστα ἐφ’ ὅσον ἦτο θύτης καὶ μαθητὴς τοῦ εἰρηνικοῦ καὶ πρᾳοτάτου Χριστοῦ, ὅστις ἔγινε θυσία