Τότε προσέταξεν ὁ τύραννος νὰ ἐκδύσουν παντελῶς τὴν Ἁγίαν, νὰ δέσουν ὀπίσω τὰς χεῖρας της, νὰ τὴν κρεμάσουν εἰς στῦλον, νὰ τὴν δείρουν μὲ βούνευρα καὶ νὰ περικαύσουν τὴν κεφαλήν, τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας της. Τούτων δὲ γενομένων, εἶπε πρὸς τὸν τύραννον ἡ Ἁγία· «Σὺ θαρρεῖς ὅτι μοῦ δίδεις μεγάλην θλῖψιν, ἐγὼ ὅμως χαίρομαι εἰς ταῦτα τὰ παιδευτήρια, ὡσὰν ὅταν ἀκούῃ τις καλὰς ἀγγελίας καὶ βλέπει ἀκριβόν τινα καὶ ἠγαπημένον φίλον του, τὸν ὁποῖον εἶχε καιρὸν πολὺν νὰ ἀπολαύσῃ· καθὼς δὲ τὸν σῖτον δὲν βάλλουσιν εἰς τὴν ἀποθήκην, ἐὰν δὲν τὸν καθαρίσουν πρῶτα εἰς τὴν ἅλωνα, νὰ τὸν ξεχωρίσουν ἀπὸ τὸ ἄχυρον, οὕτω καὶ ἡ ψυχή μου δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν δόξαν τῆς ἀτελευτήτου μακαριότητος, χωρὶς τοῦ Μαρτυρίου τὸν στέφανον, ἐὰν δὲν βασανίσῃς πρῶτον τὸ σῶμα μου μὲ δεινὰ κολαστήρια».
Τότε προσέταξε τοὺς ὑπηρέτας ὁ δυσσεβῇς νὰ ἀνασπάσουν τοὺς μαστοὺς τῆς Ἁγίας μὲ σίδηρον, ἐὰν ὅμως δὲν ἠμπορέσουν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, τότε νὰ τοὺς κόψουν μὲ μάχαιραν· ἔπασχον λοιπὸν ἐπὶ πολλὴν ὥραν οἱ δήμιοι, συστρέφοντες αὐτοὺς μὲ πυράγρας, ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τοὺς ἀνασπάσουν, διότι ἦσαν πολλὰ μικροί· ὅθεν, κόπτοντες αὐτοὺς μὲ μάχαιραν ἐξέσχισαν τοιουτοτρόπως τὸ στῆθος της, ὥστε ἦτο λύπη μεγάλη νὰ βλέπῃ κανείς· ἔρρεεν ἀπ’ αὐτῆς τόσον αἷμα, ὥστε ἐκοκκίνισεν ὅλον τὸ ἔδαφος. Ταῦτα πάσχουσα ἡ Ἁγία, ἔστρεψε τὸ πρόσωπον πρὸς τὸν ἡγεμόνα καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ὦ δυσσεβῆ καὶ ἄσπλαγχνε τύραννε, πῶς δὲν ᾐσχύνθης, ἀναίσχυντε, νὰ κόψῃς ἐκεῖνα τὰ μέλη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα καὶ σὺ ἐλάμβανες τὴν τροφήν σου κατὰ τὴν βρεφικὴν ἡλικίαν; Ἀλλὰ ἐγὼ περὶ τούτου οὐδόλως ἐνδιαφέρομαι, διότι ἔχω τὸν Δεσπότην μου Χριστόν, ὅστις δύναται νὰ μὲ ἰατρεύσῃ, ἐὰν εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον μου». Μετὰ ταῦτα προστάσσει ὁ τύραννος νὰ ρίψουν τὴν Ἁγίαν εἰς σκοτεινήν τινα φυλακὴν χωρὶς νὰ τῆς δώσουν ἄλλην τροφήν, εἰμὴ μόνον ὀλίγον ἄρτον καὶ ὕδωρ, τόσον ὥστε νὰ μὴν ἀποθάνῃ, διὰ νὰ τὴν τιμωρήσῃ καὶ πάλιν χειρότερα, παρήγγειλε δὲ εἰς τοὺς φύλακας νὰ προσέχωσι μὲ ἀσφάλειαν, νὰ μὴν ὑπάγῃ κανεὶς ἰατρὸς νὰ τὴν θεραπεύσῃ, ἀλλὰ νὰ τὴν ἀφήσουν οὕτως ἀνεπιμέλητον, ὥστε νὰ βρωμίσουν αἱ πληγαί της.