Ὅταν λοιπὸν ἤκουσεν ὁ Κυντιανὸς τὴν καλὴν φήμην καὶ τὰς ἀρετὰς καὶ ἀγαθὰς πράξεις τῆς Ἀγάθης, ἔβαλεν εἰς τὴν καρδίαν του πονηρά, καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ ταῦτα· «Ἐὰν κάμω τρόπον νὰ φέρω τὴν Ἀγάθην εἰς τὸ θέλημά μου, νὰ τὴν πάρω διὰ γυναῖκα μου, ἀξιώνομαι τρία πράγματα· πρῶτον μὲν πληρώνω τὴν σαρκικήν μου ἐπιθυμίαν, ἀπολαμβάνων τοιαύτην εὐμορφίαν καὶ ὡραιότητα· δεύτερον μετέχω τῆς εὐγενείας τοῦ αἵματός της, ὅταν τὴν κάμω γυναῖκα μου, ὁ ὁποῖος τώρα εἶμαι ἀπὸ εὐτελεῖς καὶ χωρικοὺς ἀνθρώπους· τρίτον δὲ καὶ τελευταῖον πάντων, λαμβάνω τὸν πλοῦτον της ὅλον εἰς τὰς χεῖρας μου καὶ γίνομαι πλουσιώτερος πάντων».
Ταῦτα μελετῶν εἰς τὴν καρδίαν του ὁ ἀνόσιος τύραννος ἐπρόσταξε νὰ φέρωσιν αὐτὴν ἐνώπιον του καὶ βλέπων αὐτὴν τοσοῦτον ὡραίαν, ἵστατο ἄφωνος ὥραν πολλήν, ὡς ἐκστατικός, θαυμάζων τοιοῦτον κάλλος· ἔπειτα τὴν ἐκολάκευσε μὲ ὑποσχέσεις νὰ συγκαταβῇ εἰς τὴν γνώμην του, ὑποσχόμενος πρὸς αὐτὴν τιμὰς πολλάς, μεγαλεῖα καὶ ἀξιώματα. Ἀλλὰ ἡ σοφὴ καὶ πάγκαλος κόρη δὲν ἔλαβε ποσῶς ὑπ’ ὄψιν τὰ ληρώδη του φλυαρήματα, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε τοιαύτην ἀπολογίαν μὲ γνωστικοὺς λόγους, ὥστε τὸν ἔκαμε νὰ γνωρίσῃ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τὸ ἀμετάθετον τῆς καρδίας της. Βλέπων λοιπὸν ὁ ἀσύνετος ὅτι δὲν ἐπετύγχανε τίποτε μὲ τὰς κολακείας καὶ ὑποσχέσεις του, προσεκάλεσε κακήν τινα καὶ ἄσεμνον γυναῖκα, ὀνόματι Φροντισίαν, ἡ ὁποία εἶχεν ἐννέα θυγατέρας καὶ ἠκολούθουν ἅπασαι τὸν τῆς μητρὸς αὐτῶν ἄσωτον βίον, κυλιόμεναι εἰς τὸν βόρβορον τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας· καὶ λέγει πρὸς αὐτὰς ὁ παμμίαρος· «Λάβετε τὴν κόρην ταύτην εἰς τὴν οἰκίαν σας καὶ κάμετε πάντα τρόπον νὰ τὴν φέρετε εἰς τὴν γνώμην σας, καὶ ἐὰν συγκλίνῃ εἰς τὴν σαρκικὴν πρᾶξιν νὰ κάμῃ τὸ θέλημά μου, θέλω σᾶς δώσει τόσα χαρίσματα, ὥστε νὰ ἐξέλθετε ἀπὸ τὸ καταφρονεμένον ἐπάγγελμά σας».
Ἐπῆραν λοιπὸν αἱ ἀναίσχυντοι ἐκεῖναι γυναῖκες τὴν εὐλογημένην Ἀγάθην εἰς τὸν οἶκον των καὶ ἔθλιβον καὶ ἐβασάνιζον αὐτὴν ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρον μῆνα ἀδιαλείπτως, ὑποσχόμεναι πρὸς αὐτὴν μεγάλας δωρεὰς καὶ χαρίσματα· πολλάκις δὲ τὴν ἐφοβέριζον καὶ μὲ ἀπειλὰς διαφόρων τιμωριῶν καὶ κολάσεων, τῆς ἔδιδον ὀλίγον φαγητὸν καὶ ὀλίγον ὕδωρ, καὶ δὲν τὴν ἄφηναν νὰ ἀναπαυθῇ εἰμὴ μόνον ὀλίγον, τὴν ὑπέβαλλον εἰς ἀγρυπνίαν κατὰ τὸ περισσότερον διάστημα τῆς νυκτὸς λέγουσαι πρὸς αὐτὴν ὅσα ἠδύναντο νὰ τὴν παρακινήσουν εἰς τὴν σαρκικὴν ἀπόλαυσιν καὶ κοσμικὴν ματαιότητα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι πρέπον νὰ γράψωμεν, διὰ νὰ μὴ μιαίνωμεν