Λαβόντες λοιπὸν οἱ στρατιῶται τὸ παιδίον ἐκεῖνο, ἐπῆγαν τὸ βράδυ εἰς τὸ ἄλλο χωρίον καὶ τὸν εὗρον τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ ἐπάνω εἰς ἕνα ἀνώγειον ὑψηλόν, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἠδύνατο νὰ ὑπάγῃ εἰς ἄλλο σπίτι· ἀλλὰ δὲν ἠθέλησε λέγων· «Ἂς γίνῃ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου». Εὐθὺς λοιπὸν κατῆλθεν ἀπὸ τὸ ἀνώγειον καὶ ἐδέχθη τοὺς στρατιώτας μὲ ἱλαρὸν καὶ χαρούμενον πρόσωπον, ὥστε ἐθαύμασαν ἐκεῖνοι τὴν μεγαλοψυχίαν καὶ ἀφοβίαν του. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐπρόσταξε νὰ ἑτοιμάσουν τράπεζαν καὶ νὰ τοὺς βάλουν νὰ φάγουν καὶ νὰ πίουν, τοὺς ἐζήτησε δὲ νὰ τοῦ δώσουν καιρὸν διὰ νὰ προσευχηθῇ. Λαβὼν λοιπὸν τὴν ἄδειαν ὁ Ἅγιος ἀπὸ τοὺς στρατιώτας προσηυχήθη ὥραν ἱκανήν. Ἔπειτα, φέραντες ὀνάριον, τὸν ἀνεβίβασαν ἐπ’ αὐτοῦ καὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὴν πόλιν. Ἐπήγαινε δὲ ὁ Ἅγιος προθύμως εἰς τὸ κριτήριον, καὶ ὅταν εἰσήρχετο εἰς αὐτὸ ἦλθεν ἐξ οὐρανοῦ φωνή, ἥτις ἔλεγεν· «Ἴσχυε, Πολύκαρπε, καὶ ἀνδρίζου». Ταύτην τὴν φωνὴν πολλοὶ Χριστιανοὶ ἤκουσαν, οὐδεὶς ὅμως εἶδεν ἐκεῖνον ὅστις τὴν εἶπεν.
Ἐρωτήσας λοιπὸν ὁ ἐξουσιαστής, ἂν εἶναι αὐτὸς ὁ Πολύκαρπος καὶ ὁμολογήσας ὁ Ἅγιος ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι, εἶπε πρὸς αὐτὸν νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστὸν καὶ νὰ τὸν βλασφημήσῃ· ὁ δὲ Ἅγιος ἀπήντησεν· «Ἔχω ὀγδοήκοντα ἓξ χρόνους ὅπου τὸν δουλεύω, καὶ κανένα κακὸν δὲν μοῦ ἔκαμε· πὼς ἠμπορῶ νὰ βλασφημήσω τὸν Βασιλέα μου, τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτήν μου;». Ὁ τύραννος ὅμως τὸν ἐβίαζε καὶ πάλιν νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν. Τότε ὁ θεῖος Πολύκαρπος τοῦ λέγει· «Ἐπειδὴ προσποιεῖσαι ὅτι δὲν γνωρίζεις ποῖος εἶμαι καὶ διὰ τοῦτο μοῦ λέγεις ταῦτα, ἄκουσον μετὰ παρρησίας· Χριστιανὸς εἶμαι καὶ τὸν Χριστὸν δὲν ἀρνοῦμαι, εἰ δὲ θέλῃς νὰ μάθῃς τὰς ἀληθείας τοῦ Χριστιανισμοῦ, δός μοι καιρὸν καὶ ἀκρόασιν, ἵνα σοῦ ὁμιλήσω». Ὁ δὲ κριτὴς λέγει· «Ἐὰν δὲν ἀρνηθῇς τὸν Χριστόν, θὰ σὲ ρίψω εἰς τὰ θηρία νὰ σὲ καταφάγωσιν». Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπαντᾷ· «Μὴ ἀργοπορῇς, ἀλλὰ ρίψε με εἰς τὰ θηρία, διότι ἐγὼ δὲν μετακινοῦμαι ἀπὸ τὴν Πίστιν μου· μάλιστα θὰ σοῦ ὀφείλω μεγάλην χάριν νὰ μὲ μεταφέρῃς μίαν ὥραν ἐνωρίτερα ἀπὸ τὴν ψευδῆ καὶ πολύπονον ταύτην ζωήν, εἰς τὴν ἀληθινὴν καὶ ἀθάνατον». Ὁ κριτὴς πάλιν τοῦ λέγει· «Ἐπειδὴ δὲν φοβεῖσαι τὰ θηρία, θέλω σὲ κατακαύσει εἰς τὸ πῦρ, ἐὰν δὲν μετανοήσῃς». Ὁ δὲ μέγας Πολύκαρπος λέγει· «Τὶ μὲ φοβερίζεις μὲ τὸ πῦρ, τὸ ὁποῖον καίει πρὸς ὥραν καὶ μετ’ ὀλίγον σβέννυται; Ἤ δὲν γνωρίζεις τὸ ἄσβεστον πῦρ τῆς αἰωνίου κολάσεως, τὸ ὁποῖον φυλάττεται διὰ νὰ κατακαίῃ αἰωνίως τοὺς ἀσεβεῖς; Ὅθεν μὴ ἀργοπορῇς, ἀλλὰ κάμε ὅ,τι θέλεις».