ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ὁ ἔνδοξος Ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ ἦτο γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πόλεως Ἐφέσου, εἰς τὴν ὁποίαν ἐγεννήθη περὶ τὸ ἔτος ξη’ (68) μ.Χ. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πλουσιώτατοι, ἀλλ’ εὐσεβεῖς καὶ ἐλεήμονες· ὁ πατήρ του ὠνομάζετο Παγκράτιος καὶ ἡ μήτηρ του Θεοδώρα. Τούτους διέβαλον εἰς τὸν ἐξουσιαστὴν τῆς Ἐφέσου Μαρκίωνα, ὅτι ἦσαν Χριστιανοί· ὅθεν ἔστειλεν ἐκεῖνος στρατιώτας, οἵτινες τοὺς παρουσίασαν ἔμπροσθέν του, ἦτο δὲ τότε ἡ Θεοδώρα ἔγκυος εἰς τοῦτον τὸν Ἅγιον. Λέγει δὲ τότε πρὸς αὐτοὺς ὁ Μαρκίων· «Διατὶ δὲν ὑπακούετε σεῖς εἰς τοὺς βασιλικοὺς ὁρισμούς, ἀλλὰ καταφρονεῖτε τοὺς μεγάλους θεοὺς καὶ προσκυνεῖτε τὸν Χριστόν;». Οἱ γονεῖς τοῦ Ἁγίου ἀπεκρίθησαν, χωρὶς καθόλου νὰ δειλιάσουν· «Ἡμεῖς, ὦ ἐξουσιαστά, ἐδιδάχθημεν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου μας νὰ πιστεύωμεν καὶ νὰ προσκυνοῦμεν τὸν ἀληθινὸν Θεόν, τὸν Ποιητὴν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, εἰς τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἐβαπτίσθημεν καὶ αὐτὸν ὁμολογοῦμεν καὶ κηρύττομεν· τὰ δὲ ἄψυχα καὶ ἀναίσθητα εἴδωλα, τὰ ὁποῖα ἔχετε σεῖς διὰ θεούς, ἡμεῖς τὰ ἀποστρεφόμεθα καὶ τὰ ἐξουθενοῦμεν».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἐξουσιαστὴς καὶ θυμωθεὶς σφόδρα ἐπρόσταξε τοὺς στρατιώτας νὰ ρίψωσιν αὐτοὺς κατὰ γῆς καὶ νὰ τοὺς δείρωσι δυνατά· τούτου δὲ γενομένου τοὺς ἔβαλον εἰς τὴν φυλακὴν ὅπου ἔμειναν καιρὸν πολὺν ἀνεπιμέλητοι ἀπὸ κάθε ἀνθρωπίνην βοήθειαν, ταλαιπωρούμενοι μὲ πεῖναν καὶ δίψαν καὶ κάθε ἄλλην κακοπάθειαν, ἐντὸς δὲ τῆς φυλακῆς ἐγέννησεν ἡ μακαρία Θεοδώρα τὸν Ἅγιον. Ὁ δὲ Πανάγαθος Θεός, ὅστις γινώσκει τὰ πάντα προτοῦ νὰ γίνουν, προβλέπων, ὅτι ὁ ἐξουσιαστὴς μέλλει νὰ ζητήσῃ τὸ βρέφος, διὰ νὰ τὸ ἀναθρέψῃ καὶ νὰ τὸ διδάξῃ τὴν ἰδικήν του πλάνην, ἐξαπέστειλε τὸν Ἄγγελον αὐτοῦ εἰς τὴν φυλακὴν καὶ πρῶτον μὲν ἐθεράπευσε τοὺς γονεῖς τοῦ βρέφους ἐκ τῶν πληγῶν, τὰς ὁποίας εἶχον ἀπὸ τοὺς δαρμούς, κατόπιν δὲ τοὺς ἐνεδυνάμωσε καὶ προεῖπεν εἰς αὐτούς, ὅτι ὁ ἐξουσιαστὴς μέλλει νὰ τοὺς θανατώσῃ καὶ νὰ μὴ δειλιάσωσι τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ θάνατον, διότι θέλουν στεφανωθῆ μὲ τὸν στέφανον τοῦ Μαρτυρίου καὶ νὰ κληρονομήσωσι τὴν οὐράνιον Βασιλείαν. Ἔπειτα παραλαβὼν τὸ βρέφος τὸ ἐπῆγεν εἰς γυναῖκα τινὰ χήραν πλουσιωτάτην καὶ Χριστιανήν, παραγγείλας εἰς αὐτὴν νὰ τὸ βαπτίσῃ, νὰ τὸ ἀναθρέψῃ μὲ κάθε ἐπιμέλειαν καὶ νὰ μὴ τὸ ὁμολογήσῃ εἰς οὐδένα. Ταῦτα δὲ εἰπὼν ἔγινεν ἄφαντος.