Τῇ Δ’ (4ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος ΒΑΡΒΑΡΑΣ.

Γυνὴ δέ τις θεοσεβὴς καὶ ἐνάρετος, Ἰουλιανὴ ὀνομαζομένη, ἔτυχε νὰ εὑρεθῇ τότε μετὰ τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία ἰδοῦσα τὸ παράδοξον τοῦτο θαῦμα, ἐδόξασεν ἀπὸ καρδίας τὸν Θεόν. Ἐπειδὴ δὲ εἶχε τὴν αὐτὴν γνώμην καὶ τὸ αὐτὸ φρόνημα μὲ τὴν Μάρτυρα, ἀπεφάσισεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς νὰ ὑπομείνῃ καὶ αὕτη εἰς τὴν πρώτην εὐκαιρίαν παντὸς εἴδους τιμωρίας καὶ βασάνους διὰ τὴν ἀγάπην καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων ἦλθε καὶ ἐκ δευτέρου ὁ ἡγεμὼν εἰς τὸ δικαστήριον καὶ προσέταξε νὰ φέρωσι πάλιν ἐνώπιόν του τὴν Βαρβάραν, τὴν ὁποίαν ἰδόντες οἱ περιεστῶτες ἐντελῶς ὑγιαίνουσαν καὶ χωρὶς νὰ ἔχῃ καμμίαν πληγὴν εἰς τὸ σῶμά της, ἐξεπλάγησαν ἅπαντες. Ὁ ἀσεβὴς ἡγεμὼν ὅμως, τετυφλωμένος ἀπὸ τὴν πλάνην του, δὲν ἠθέλησε νὰ ἀναγνωρίσῃ τὴν μεγάλην τοῦ ἀληθηνοῦ Θεοῦ δύναμιν, ἀλλ᾽ εἶπεν ὁ ἄφρων πρὸς τὴν Μάρτυρα· «Βλέπεις, Βαρβάρα, πόσην δύναμιν ἔχουσιν οἱ θεοί μου, οἱ ὁποῖοι σὲ ηὐσπλαγχνίσθησαν καὶ ἐθεράπευσαν τὰς πληγάς σου;». Αὐτὴ δὲ ἀπεκρίθη πρὸς αὐτόν· «Οἱ θεοί σου, οἵτινες εἶναι τυφλοὶ καὶ ἀνίσχυροι καθὼς σύ, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ κάμουν τοιαύτην θαυμασίαν πρᾶξιν; Αὐτοὶ μᾶλλον ἔχουν ἀνάγκην ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ὄχι λοιπόν, δὲν μὲ ἐθεράπευσαν οἱ θεοί σου, μὲ ἰάτρευσεν ὁ Χριστός, ὁ ἀληθὴς Υἱὸς τοῦ ζῶντος Θεοῦ, αὐτὸς τὸν ὁποῖον δὲν δύνασαι σὺ νὰ ἴδῃς, διότι οἱ ὀφθαλμοί σου εἶναι βεβαρημένοι ἀπὸ τὸ σκότος τῆς ἀσεβείας». Ἀκούσας ὁ ἡγεμὼν τοὺς λόγους τούτους τῆς Ἁγίας ὠργίσθη σφόδρα καὶ προσέταξε νὰ καταξεσχίσωσι τὰς σάρκας της μὲ σιδηροῦς ὄνυχας, νὰ καίωσι τὰ ξεσχισμένα μέλη της μὲ λαμπάδας ἀνημμένας καὶ νὰ κτυπῶσι μὲ σφύραν τὴν ἁγίαν αὐτῆς κεφαλήν.

Ἔτυχε δὲ πάλιν καὶ τότε νὰ εὑρεθῇ ἐκεῖ παροῦσα καὶ ἡ ἀγαθὴ καὶ θεοσεβὴς Ἰουλιανή, ἡ ὁποία βλέπουσα τὰς τιμωρίας καὶ τὰς βασάνους, τὰς ὁποίας ἔκαμνον εἰς τὴν Μάρτυρα καὶ τὸ αἷμα, τὸ ὁποῖον ἔρρεε ποταμηδὸν ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ λοιποῦ σώματος αὐτῆς, μὴ δυναμένη δὲ ἄλλως νὰ τὴν βοηθήσῃ, τόσον συνεκινήθη ἀπὸ τὸν πόνον, τὸν ὁποῖον ᾐσθάνετο εἰς τὴν καρδίαν της, ὥστε ἤρχισε νὰ κλαίῃ ἀπαρηγόρητα. Ὁ ἡγεμών, ἰδὼν αὐτὴν κλαίουσαν, ἠρώτησε ποία ἦτο. Μαθὼν δὲ ὅτι ἦτο Χριστιανὴ καὶ αὐτὴ καὶ ὅτι διὰ τὴν πρὸς τὴν Βαρβάραν συμπάθειάν της ἔκλαιε, προσέταξε νὰ κρεμάσωσιν ἀμέσως καὶ αὐτὴν πλησίον τῆς Ἁγίας, νὰ ξεσχίσωσι τὰς σάρκας της καὶ μὲ λαμπάδας ἀνημμένας νὰ τὴν κατακαίωσιν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὡς εἶναι εὐνόητον, τὸ λουτρὸν διετηρεῖτο ἀκόμη κατὰ τοὺς χρόνους τῆς συγγραφῆς τοῦ Συναξαρίου.