Καθίσας ὁ Μαρκιανὸς εἰς τὴν ἕδραν τοῦ δικαστηρίου προσέταξε νὰ φέρωσι τὴν Μάρτυρα, ἡ ὁποία, ἅμα παρουσιάσθη καὶ τὴν εἶδεν ἐκεῖνος, ἔκθαμβος γενόμενος ἀπὸ τὸ ἐξαίσιον κάλλος, καὶ τὸ σεμνὸν ἦθός της, ἐλησμόνησε πρὸς στιγμὴν τοὺς ὅρκους τοῦ Διοσκόρου, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν μὲ γλυκεῖαν φωνὴν καὶ μὲ πραότητα· «Δὲν λυπεῖσαι τὸν ἑαυτόν σου, Βαρβάρα; Διατὶ δὲν προσφέρεις θυσίαν εἰς τοὺς θεούς, τοὺς ὁποίους λατρεύουν καὶ οἱ γονεῖς σου; Ἐγὼ λυποῦμαι νὰ θανατώσω μίαν νέαν, ἡ ὁποία ἔχει ἐξαίσιον κάλλος! Σὲ συμβουλεύω λοιπὸν νὰ ὑπακούσῃς εἰς ὅ,τι σοῦ λέγω καὶ νὰ προσκυνήσῃς τοὺς θεούς, ἄλλως θὰ μὲ ἀναγκάσῃς νὰ σὲ θανατώσω μὲ τὸν πλέον σκληρὸν τρόπον. Ἡ δὲ Μάρτυς ἀπεκρίθη πρὸς αὐτόν· «Ἐγὼ προσφέρω θυσίαν δοξολογίας εἰς τὸν Θεόν μου, ὅστις ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ ὅλα τὰ λοιπὰ κτίσματα. Οἱ θεοὶ ὅμως, τοὺς ὁποίους σὺ λατρεύεις, εἶναι κατεσκευασμένοι ἀπὸ ἀργύριον καὶ χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια». Ταῦτα ἀκούσας ὁ δικαστὴς ὠργίσθη καὶ προσέταξεν εὐθὺς νὰ τὴν γυμνώσουν καὶ νὰ τὴν δείρουν ἀνηλεῶς μὲ σκληρὰ βούνευρα, νὰ τρίψωσι δὲ τὰς πληγάς της μὲ ὕφασμα τρίχινον, διὰ νὰ αἰσθάνεται δριμυτέρους τοὺς πόνους. Τοσοῦτον λοιπὸν ἀπανθρώπως τὴν ἐμαστίγωσαν, ὥστε κατεπλήγωσαν καὶ κατετρύπησαν τὸ σῶμα της, ἀπὸ δὲ τὸ ρέον ἐκ τῶν πληγῶν της ἄσπιλον αὐτῆς αἷμα κατεκοκκίνισε τὸ μέρος τῆς γῆς, εἰς τὴν ὁποίαν τὴν εἶχον ἐρριμμένην.
Ἀφοῦ τέλος πάντων τὴν ἐβασάνισαν οὕτως ἐπὶ πολλὴν ὥραν, τὴν ἔρριψαν εἰς τὴν φυλακὴν προσωρινῶς, μέχρις ὅτου τὴν ἐξετάσωσι καὶ δεύτερον. Περὶ τὸ μεσονύκτιον ὅμως ἐφάνη αἴφνης ἔμπροσθεν αὐτῆς φῶς φαεινόν, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔλαμψεν ὅλον τὸ δεσμωτήριον. Ὑπεράνω δὲ τοῦ φωτὸς τούτου ἐφάνη ὁ Δεσπότης Χριστός, ὅστις ἐνθαρρύνας αὐτήν, τῆς εἶπε· «Μὴ φοβηθῇς οὐδόλως, Βαρβάρα, οὔτε νὰ ἀποκάμῃς ἀπὸ τὰς βασάνους καὶ τὰς τιμωρίας τῶν σκληροκαρδίων αὐτῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ νὰ ἐμμείνῃς σταθερὰ εἰς τὸ φρόνημά σου, ἐγὼ δὲ θέλω μένει πάντοτε μετὰ σοῦ καὶ θέλω σὲ διαφυλάττει διὰ παντὸς ὑπὸ τὴν σκέπην μου». Ταῦτα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἁγίαν λέγοντος, αἱ πληγαὶ αὐτῆς ἠφανίσθησαν καὶ ὅλον τὸ σῶμα της ἐθεραπεύθη ἐντελῶς. Δι’ ὃ αὕτη ᾐσθάνθη ἐγκάρδιον ἀγαλλίασιν καὶ εὐχαρίστησιν ἀνέκφραστον.