Τῇ Δ’ (4ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος ΒΑΡΒΑΡΑΣ.

ΕΙΚΟΝΑ
Φορητὴ εἰκὼν Κρητικῆς Σχολῆς. Ἔργον ΙΖʹ αἰῶνος.

ΒΑΡΒΑΡΑ ἡ ἔνδοξος τοῦ Χριστοῦ Μεγαλομάρτυς ἔζη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἀσεβεστάτου τυράννου Μαξιμιανοῦ τοῦ ἐν ἔτει σπδ’-τε’ (284-305) βασιλεύσαντος· κατήγετο δὲ ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν, ἐκ πόλεώς τινος, ἥτις ὠνομάζετο Ἡλιούπολις. Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην τοπάρχης τῆς Ἡλιουπόλεως ἦτο ὁ πατὴρ τῆς Ἁγίας, ὅστις ὠνομάζετο Διόσκορος, ἄνθρωπος ἀρκετὰ πλούσιος· κατῴκει δὲ εἴς τι χωρίον λεγόμενον Γελασσόν, τὸ ὁποῖον ἦτο μακρὰν ἀπὸ τὴν Ἡλιούπολιν δώδεκα στάδια (2.220 μέτρα περίπου).

Ἦτο δὲ ἡ Βαρβάρα μονογενὴς θυγάτηρ τοῦ Διοσκόρου, ὡραιοτάτη καὶ πάγκαλος, ὄχι μόνον κατὰ τὴν ὡραιότητα τοῦ προσώπου, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἀνατροφήν, καὶ ἦτο τοσοῦτον εὔτακτος καὶ εὐγενὴς κατὰ τὰ ἤθη, ὥστε οἱ γονεῖς αὐτῆς ᾐσθάνοντο διὰ τοῦτο ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν ὑπερβολικὴν χαρὰν καὶ ἠθικὴν ὁμοῦ εὐχαρίστησιν. Ἐπειδὴ ὁμως ἦτο μικρὰ ἀκόμη καὶ ὡραία, οἱ γονεῖς της ἔκριναν συμφέρον νὰ τὴν προφυλάξουν ὅσον ἠδύναντο περισσότερον. Ἔκτισαν λοιπὸν ἐπίτηδες πύργον ὑψηλὸν καὶ τὴν ἔκλεισαν εἰς αὐτὸν διὰ νὰ μὴ τὴν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Τῆς ἔδωσαν δὲ μὲ ἀφθονίαν ἀπὸ ὅλα τὰ πράγματα, ὅσα τῆς ἐχρειάζοντο, δηλαδὴ ὑπηρετρίας, τροφάς, ἐνδύματα καὶ ἄλλα διάφορα ἀνάλογα τοῦ πλούτου καὶ τῆς καταστάσεως αὐτῶν.

Ὅταν μετὰ καιρὸν ἔφθασεν ἡ κόρη εἰς ἡλικίαν νόμιμον, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν μεγιστάνων τῆς πόλεως, ἀκούοντες τὴν καλήν της φήμην καὶ τὸ περιβόητον ὄνομα, τὴν ἐζήτησαν ὡς σύζυγον ἀπὸ τὸν πατέρα της. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἠθέλησε νὰ δώσῃ τὸν λόγον του εἰς κανένα, ἂν δὲν ἀπεφάσιζε πρὶν εἰς τοῦτο ἡ Βαρβάρα. Ἀναβὰς λοιπὸν εἰς τὸν πύργον, ἠρώτησεν αὐτὴν ἂν ἤθελε νὰ τὴν ὑπανδρεύσῃ. Ἀλλ’ ἐκείνη, πρὶν ἀκόμη περιμείνῃ νὰ τελειώσῃ τὸν λόγον του ὁ πατήρ της, τοῦ ἀπεκρίθη μὲ ἀγανάκτησιν καὶ ὀργήν· «Δὲν θέλω νὰ μοῦ κάμῃς πλέον τοιοῦτον λόγον, διότι θὰ μὲ ἀναγκάσῃς νὰ θανατωθῶ μόνη μου καὶ θὰ χάσῃς τότε τὸ τέκνον σου». Ὁ πατήρ της, ἀκούσας τοὺς λόγους τούτους, δὲν τὴν ἐστενοχώρησε περισσότερον, διότι ἠννόησεν ὅτι ἡ θυγάτηρ του δὲν ἠναντιοῦτο εἰς αὐτὸν ἀπὸ δυστροπίαν ἢ ἀπείθειαν, ἀλλὰ διότι ἐπόθει νὰ μείνῃ παρθένος. Κατέβη λοιπὸν ἀπὸ τὸν πύργον χωρὶς νὰ τῆς εἴπῃ τότε λόγον σκληρόν, ἐλπίζων ὅτι μὲ τὸν καιρὸν θὰ τὴν καταπείσῃ μὲ λόγους καταλλήλους καὶ κολακείας νὰ δεχθῇ τὴν ὑπανδρείαν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὡς εἶναι εὐνόητον, τὸ λουτρὸν διετηρεῖτο ἀκόμη κατὰ τοὺς χρόνους τῆς συγγραφῆς τοῦ Συναξαρίου.