Λέγει ὁ Ἑβραῖος· «Παρακάλεσον τὸν Δεσπότην σου (ἐὰν εἶναι εἰς τὸν οὐρανόν, καθὼς εἶπες), νὰ κατέβῃ πρὸς με, νὰ τὸν ἴδω καὶ νὰ τοῦ ὁμιλήσω, καὶ τότε, ζῇ Κύριος ὁ Θεὸς (τὸν ὁποῖον σὺ λέγεις Πατέρα τοῦ Χριστοῦ σου), παρευθὺς νὰ πιστεύσω εἰς αὐτὸν καὶ νὰ λάβω τὸ Βάπτισμα». Τότε καὶ τὸ πλῆθος τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων ἐφώναξε λέγον· «Ναί, δέσποτα Ἀρχιεπίσκοπε, κάμε τοῦ διδασκάλου μας τὸ θέλημα, δεῖξόν μας τὸν Χριστόν σου, καὶ τότε μετὰ φόβου καὶ τρόμου νὰ πιστεύσωμεν εἰς αὐτόν, μὴ ἔχοντες πλέον τινὰ ἀπολογίαν ἢ πρόφασιν». Ταῦτα μὲν ἔλεγον ἐκφώνως, ἀπόκρυφα δὲ ἔλεγον μεταξύ των, ὅτι καὶ ἐὰν τοὺς τὸν δείξῃ νὰ μὴ γίνουν Χριστιανοί, ἀλλὰ νὰ προτιμήσουν νὰ κολασθοῦν οἱ τρισάθλιοι· ἕτεροι δὲ πάλιν ἔλεγον· «Εἶναι τόσα ἔτη σήμερον, ὅπου τὸν ἐσταύρωσαν οἱ πατέρες μας καὶ ἐτάφη εἰς τὸν λάκκον, δύναται τώρα αὐτὸς νὰ τὸν ἀναστήσῃ, ὅπου κἂν ὀστοῦν ἐξ αὐτοῦ δὲν ἔμεινεν;». Τότε ὁ Ἅγιος, γνωρίζων ὅτι ἐὰν δὲν κάμῃ τοῦτο τὸ θαυμάσιον, δὲν πιστεύουν οἱ σκληροτράχηλοι, εἶπε πρὸς αὐτούς· «Μάθετε ὅτι διὰ τὸν πολὺν πόθον, τὸν ὁποῖον ἔχω, νὰ σᾶς ὁδηγήσω εἰς τὴν ἀλήθειαν, νὰ μὴ κολασθῆτε, ταλαίπωροι, θέλω παρακαλέσει τὸν Δεσπότην μου Χριστὸν νὰ συγκαταβῇ καὶ πάλιν νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν γῆν οὐσιωδῶς σήμερον, ὡς ἐλεήμων καὶ πολυεύσπλαγχνος· καὶ τότε, ὅταν φανῇ πρὸς ἡμᾶς, καθὼς εἰς τὸν οὐρανὸν καθέζεται δοξαζόμενος, ὅσοι δὲν πιστεύσετε, εὐθὺς νὰ σᾶς κόψουν δικαίως μὲ τὴν μάχαιραν».
Ὅλοι λοιπὸν ἐδέχθησαν, νομίζοντες τὸ πρᾶγμα ἀδύνατον, νὰ φανῇ ζῶν ἐκεῖνος ὅστις ἐθανατώθη καὶ ἐτάφη τόσα ἔτη πρωτύτερα. Τότε ὁ Ἅγιος γνωρίζων ἀκριβῶς, ὅτι ὁ Κύριος εἶπεν εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ὅτι ὅστις ἔχει πίστιν εἰς αὐτὸν θὰ κάμῃ μεγαλύτερα θαύματα ἀπὸ ὅσα ἐκεῖνος ἐτέλεσεν, ἐγερθεὶς ἀπὸ τὸν θρόνον του, ἐξῆλθε μόνος ἀπὸ τῆς αἰθούσης τοῦ συνεδρίου, παρακαλέσας τὸν βασιλέα νὰ μὴ ἀναχωρήσῃ, ἕως νὰ ἐπιστρέψῃ διὰ νὰ μὴ λυθῇ τὸ συνέδριον. Ἐξελθὼν δὲ ἐστάθη εἴς τι μέρος ἀπέναντι τοῦ λαοῦ ὁ μακάριος καὶ ἔκαμε πρὸς τὴν ἀνατολὴν τρεῖς μετανοίας ἕως τὴν γῆν, κλίνων τὴν κεφαλὴν καὶ τὰ γόνατα. Ἔβλεπον δὲ αὐτὸν ὅλοι ἀπὸ μακρὰν εὐχόμενον, ἐξ ὅλης καρδίας καὶ πίστεως καὶ λέγοντα μετὰ δακρύων πρὸς τὸν Κύριον· «Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ φοβεροῦ καὶ ἀοράτου Πατρός, ὁ πρὸ αἰώνων ἀπαθῶς καὶ ἀρρεύστως ἐξ αὐτοῦ γεννηθείς, οὐ ποιηθείς,