Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ΦΙΛΗΜΟΝΟΣ καὶ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΥ καὶ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ΑΡΡΙΑΝΟΥ καὶ τῶν τεσσάρων Προτεκτόρων τῶν συναθλησάντων αὐτῷ.

Αὐτὰ καὶ ἕτερα λέγων ὁ σαπρὸς σκώληξ μὲ πολλὴν ὑπερηφάνειαν, ἐκάθισεν εἰς τὸν ἵππον του, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ βασίλεια. Ὅταν ὅμως ἔφθασεν εἰς τὸ δωμάτιον του διὰ νὰ ἀναπαυθῇ βλέπει, ὦ Δέσποτα τῶν ἁπάντων Χριστὲ Βασιλεῦ! θέαμα φρικτὸν καὶ ἐξαίσιον, ἀπὸ μόνην τὴν Σὴν ἀνεξερεύνητον δύναμιν δυνάμενον νὰ πραγματοποιηθῇ. Εἶδε, δηλαδὴ κρεμασμένους εἰς τὴν βασιλικὴν κλίνην τοὺς λίθους καὶ τὰ σχοινία, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δεδεμένον τὸν Μάρτυρα, ὅταν τὸν ἔρριψαν εἰς τὸ φοβερὸν ἐκεῖνο χάσμα, αὐτὸς δὲ ὁ Ἀρριανὸς ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης ἀναπαυόμενος.

Ταῦτα ἰδὼν ὁ Διοκλητιανὸς ἐφοβήθη, νομίζων, ὅτι κάποιος ἀπὸ τοὺς ἄρχοντάς του ἐπῆρε τυραννικῶς τὸ βασίλειον· ὅθεν ἤρχισε νὰ φωνάζῃ, διὰ νὰ δράμουν οἱ δοῦλοί του νὰ τὸν βοηθήσουν, ὁ δὲ Ἅγιος τοῦ λέγει μὲ πραότητα· «Μὴ συγχύζεσαι, διότι δὲν σὲ ἐπεβουλεύθη κανείς, ἀλλὰ εἶμαι ἐγὼ ὁ Ἀρριανὸς ὁ ἡγεμὼν τῆς Θηβαΐδος, τὸν ὁποῖον ἔρριψας εἰς τὸ χάσμα, ἔπειτα ἔλεγες, ὅτι δὲν ἠδύνατο ὁ Χριστὸς νὰ μὲ λυτρώσῃ ἀπὸ τὰς χεῖράς σου». Τότε ἔμεινεν ἄφωνος ὥραν πολλὴν καὶ ἔμφοβος· ἔπειτα ἐξελθὼν ἔξω ἐφώναζεν ὡς δαιμονιζόμενος, λέγων, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ ἦσαν μάντεις καὶ γόητες καὶ ἄλλα παρόμοια φλυαρήματα· ἔπειτα προστάσσει νὰ βάλουν τὸν Ἅγιον εἰς σάκκον καὶ κατόπιν νὰ τὸν γεμίσουν ἄμμον καὶ νὰ τὸν ρίψουν βαθειὰ εἰς τὸ πέλαγος.

Τότε παρρησιάζονται καὶ οἱ προαναφερθέντες τέσσαρες ἄρχοντες, ἤτοι οἱ προτέκτορες, οἱ ὁποῖοι ἰδόντες τοιοῦτον θαυμάσιον ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἐνεθυμοῦντο τὴν περὶ τούτου πρόρρησιν τοῦ Ἁγίου Φιλήμονος. Ἀφοῦ λοιπὸν προσῆλθον εἱς τὸν τύραννον τὸν ἤλεγξαν λέγοντες· «Διατί καταδικάζεις τὸν δίκαιον, ἄδικε, χωρὶς νὰ πράξῃ τι πταίσιμον; Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθὴς Θεός, ὅστις ἐνεργεῖ τοιαῦτα θαυμάσια καὶ μὴ κοπιᾷς ἀνωφελῶς, διότι κἂν ὑποκάτω εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ ὑψηλὰ βουνὰ τὸν καταχώσῃς, κἂν εἰς τὸ βάθος τῆς θαλάσσης τὸν καταποντίσῃς, κἂν ἄλλο δεινότερον κακὸν πράξῃς κατ’ αὐτοῦ, ὁ Χριστός, ὡς ἀληθὴς Θεός, εἶναι δυνατὸς νὰ τὸν ἀναστήσῃ, καθὼς ἐγνώρισες σήμερον ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Ἀρριανόν, μὲ τὸν ὁποῖον καὶ ἡμεῖς εἴμεθα πρόθυμοι νὰ ἀποθάνωμεν διὰ τὸν Χριστόν καὶ πιστεύομεν ὅτι καθὼς αὐτὸν ἐξέβαλεν ἀπὸ τὸν βυθὸν τῆς γῆς, εἰς τὸν ὁποῖον ἦτο καταχωσμένος μὲ τόσους λίθους, οὕτω δύναται ν’ ἀναστήσῃ καὶ ἡμᾶς καὶ νὰ μᾶς δώσῃ ζωὴν καλλιτέραν καὶ αἰώνιον». Λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ τύραννος εἰρωνευόμενος· «Ἐγὼ καὶ πρότερον, ὅταν ἐτηρούσατε τὰς ἐντολάς μου, ἱκανοποιοῦσα ὅλα τὰ αἰτήματά σας, διὰ νὰ μὴ σᾶς πικραίνω, ὡς νὰ ἤμην πατήρ σας· ὅθεν καὶ τώρα πάλιν δὲν θὰ σᾶς λυπήσω, ἀλλὰ θὰ σᾶς δώσω τὸν θάνατον τοῦ Ἀρριανοῦ προθυμότατα».


Ὑποσημειώσεις

[1] Προτέκτορες, λέξις Λατινικὴ (protector) σημαίνουσα σωματοφύλακες.

[2] Τὸ ὄνομα τοῦ ἡγεμόνος Ἀρριανοῦ ἀναφέρεται εἰς ἑλληνικὸν πάπυρον τοῦ ἔτους 306 ἢ 307 εὑρεθέντα ἐν Ὀξυρρύγχῳ τῆς Αἰγύπτου (Oxyrrh. Pap, II ἀρ. 78). Ἐπίσης, ὡς διώκτης τῶν Χριστιανῶν ἀναφέρεται εἰς πολλὰ Μαρτύρια.

[3] Οἱ Ἅγιοι οὗτοι Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν ἐν Αἰγύπτῳ, ἐπιτελεῖται δὲ ἡ μνήμη αὐτῶν τοῦ μὲν Ἀσκλᾶ τὴν κʹ (20ὴν) Μαΐου (βλέπε τόμ. Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας») τοῦ δὲ Λεωνίδους τὴν εʹ (5ην) Ἰουνίου (βλέπε τόμ. Ϛʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ»).

[4] Περὶ τοῦ θαύματος τούτου βλέπε εἰς τὸν βίον τοῦ Ἁγίου Ἀσκλᾶ, ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῇ κʹ (20ῇ) τοῦ μηνὸς Μαΐου.

[5] Ἐκ τούτου τοῦ διηγήματος, δύο πράγματα ἂς μάθωσιν οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι ὅσοι παίζουσι μουσικὰ ὄργανα, τύμπανα, λύρας καὶ ἄλλα διάφορα παιγνίδια καὶ διαβολικὰ ὄργανα· πρῶτον, ὅτι πρέπει νὰ μισήσωσιν αὐτὰ ἀπὸ καρδίας, καθὼς τὰ ἐμίμησε καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος Μάρτυς Φιλήμων καὶ νὰ μὴ θέλωσιν οὐδὲ νὰ τὰ ἐγγίσωσι διὰ τῶν χειρῶν των· δεύτερον, ὅτι ὁ Θεὸς τόσον ἀποστρέφεται τὰ τοιαῦτα ὄργανα καὶ τόσον δι’ αὐτὰ ὀργίζεται, ὥστε ρίπτει πῦρ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὰ κατακαίει, διότι ἐρεθίζουν τὰ πάθη καὶ ἀποβαίνουν ὄργανα διαβολικά.

[6] Ἀντινόη ἢ Ἀντινόεια ἢ Ἀντινούπολις ἦτο πόλις τῆς μέσης Αἰγύπτου ἐπὶ τῆς δεξιᾶς ὄχθης τοῦ Νείλου. Ἱδρύθη τὸ 130 μ.Χ. ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ, πρὸς τιμὴν τοῦ ἐκ Βιθυνίας φίλου του Ἀντινόου. Ὑπῆρξε πρωτεύουσα τοῦ Ἀντινοΐτου νομοῦ καὶ ἕδρα Ἐπισκοπῆς.