Ὁ δὲ Ἅγιος ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς ὀκτακόσια νομίσματα, διὰ νὰ τὸν ὑπάγουν ἐκεῖ ὅπου ἦσαν τὰ ἱερὰ Λείψανα τῶν Ἁγίων, νὰ προσευχηθῇ· ὅθεν ἐπῆγαν ὅλοι ὁμοῦ καὶ πίπτων κατὰ γῆς ἐφίλει τὸν τάφον εὐλαβῶς, δεόμενος νὰ τὸν βοηθήσουν οἱ Ἅγιοι νὰ μαρτυρήσῃ διὰ τὸν Κύριον. Τότε παρευθὺς ἐξῆλθε φωνὴ ἐκ τοῦ τάφου, ἥτις ὡμοίαζε μὲ τὴν τοῦ Φιλήμονος καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· «Ἀνδρίζου, Ἀρριανέ, καὶ μὴ φοβεῖσαι, διότι ὁ Δεσπότης σὲ προσκαλεῖ καὶ σοῦ πλέκει τὸ στέφανον τοῦ Μαρτυρίου· μετὰ σοῦ δὲ θὰ μαρτυρήσουν καὶ οἱ προτέκτορες (σωματοφύλακες) καὶ θὰ λάβουν ἀπὸ τὸν Χριστόν, εἰς τὴν Βασιλείαν Αὐτοῦ, μεγάλην ἀντάμειψιν». Ταῦτα ἀκούσαντες ὅλοι ἐθαύμασαν· ἐπιστρέψαντες δὲ πάλιν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Ἀρριανοῦ, καθὼς οὗτος ἐζήτησεν, ἀπήλαυσεν ἐκεῖ χάριν πλουσίαν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἐγνώρισε τὸν τρόπον καὶ τὸν καιρὸν τῆς τελειώσεως αὐτοῦ. Καλέσας δὲ καὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ, προεφήτευσε τὰ μέλλοντα λέγων· «Ἔλθετε, μετ’ ἐμοῦ εἰς τὴν Ἀλεξάνδοειαν· ἔπειτα ἐγὼ μὲν θὰ ὑπάγω εἰς τὸν βασιλέα καὶ κατὰ τὴν ὀγδόην τοῦ αὐτοῦ μηνὸς τελειώνω τὸν ἀγῶνα τοῦ Μαρτυρίου μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου. Θὰ μὲ ρίψουν δὲ μὲ σάκκον εἰς τὴν θάλασσαν· σεῖς ὅμως, ἐνθυμούμενοι καλῶς τοὺς λόγους μου τούτους νὰ ἔλθετε εἰς τὸν αἰγιαλὸν τὴν ἑνδεκάτην τοῦ αὐτοῦ μηνός, κατὰ τὴν ἕκτην ὥραν, διὰ νὰ παραλάβετε τὸ Λείψανόν μου ἀπὸ τὴν ράχιν ἑνὸς δελφῖνος, ποὺ θὰ τὸ φέρῃ καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσητε ὁμοῦ μὲ τὰ Λείψανα τῶν ἄλλων Ἁγίων Μαρτύρων».
Ταῦτα εἰπὼν πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ ὁ Ἅγιος, ἀπῆλθεν εἰς τὸν Διοκλητιανόν, ὅστις τὸν ὑπεδέχθη τὸ πρῶτον μὲ ἱλαρότητα, ἔπειτα ηὐτρέπισε λουτρὸν ἔμπροσθεν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἀπόλλωνος, ἐκεῖ δὲ ἐλούσθησαν ὁμοῦ μὲ τὸν Ἀρριανὸν καὶ ἐξελθόντες ἔξω τοῦ εἶπε νὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς τὸν Ἀπόλλωνα. Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο λέγων· «Πῶς εἶναι δυνατόν, ὦ βασιλεῦ, νὰ ἀφήσω τὸν ἀληθῆ Θεόν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶδον τοιαῦτα θαυμάσια, καὶ νὰ προσκυνήσω ἄψυχα καὶ ἀναίσθητα εἴδωλα;». Τότε ὁ Διοκλητιανὸς ξεσκεπάζων τὴν ψευδοσχηματισμένην πραότητα προστάσσει νὰ τὸν δέσουν χεῖρας καὶ πόδας καὶ νὰ κρεμάσουν εἰς ὅλον τὸ σῶμα του λίθους μεγάλους, ἔπειτα νὰ τὸν ρίψουν εἰς χάσμα τι μέγα καὶ ἐκεῖ νὰ τὸν καταχώσουν ἀπὸ ἐπάνω μὲ λίθους καὶ χώματα. Τούτου γενομένου, αὐτὸς ἐκάθητο εἰς θρόνον ὑψηλόν, καὶ ἔλεγε λόγια βλάσφημα κατὰ τοῦ Χριστοῦ ὁ δείλαιος· ἔπειτα δὲ προσέθεσε καὶ ταῦτα· «Τώρα θὰ ἴδωμεν ἐὰν ἔλθῃ ὁ Χριστὸς νὰ τὸν βοηθήσῃ καὶ νὰ τὸν λυτρώσῃ ἀπὸ τὰς χεῖρας μου».