ἐφώτισε, λέγω, τὴν ψυχὴν τοῦ Φιλήμονος καὶ καθὼς ἔκαμε τὸν Σταυρόν του διὰ νὰ δείξῃ ὅτι εἶναι Χριστιανός, ὢ τοῦ θαύματος! μὲ τὸν Σταυρὸν ἐνδύεται τὴν εὐσέβειαν καὶ ἐλθοῦσα εἰς αὐτὸν ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐστερεώθη εἰς τὴν εὐσέβειαν καὶ παρρησίᾳ ἐβόα· «Χριστιανὸς εἶμαι καὶ δοῦλος Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ». Ὁ δὲ ἡγεμών, διὰ νὰ τὸν κάμῃ νὰ φοβηθῇ τοῦ λέγει μὲ ἀγριότητα· «Δὲν εἶδες προχθὲς πόσας τιμωρίας ὑπέστησαν ὁ Ἀσκλᾶς καὶ ὁ Λεωνίδης, οἵτινες κακῶς ἀπωλέσθησαν;». Ὁ δὲ Φιλήμων ἀπεκρίνατο· «Τὸ θαυμάσιον τὸ ὁποῖον εἶδα εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐσταμάτησαν τὸ καράβι σου, ὅταν ἦτο εἰς τὸ μέσον τοῦ ποταμοῦ καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ σαλεύσῃ, ὥσπερ νὰ ἦτο προσηραγμένον [4], αὐτὸ μὲ ἔκαμε καὶ ἐπίστευσα καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ λάβω διὰ τὸν Χριστόν μου τὸν θάνατον». Μὴ δυνάμενος λοιπὸν νὰ τὸν μεταστρέψῃ ὁ ἡγεμὼν προσέταξε τοὺς παρεστῶτας νὰ φέρουν τὸν χοραύλην Φιλήμονα, διὰ νὰ παίξῃ τὴν λύραν, μήπως καὶ τὸν ἐπιστρέψῃ, μὴ γνωρίζων ὅτι αὐτὸς μετὰ τοῦ ὁποίου συνδιελέγετο προηγουμένως ἦτο ὁ Φιλήμων.
Ἐζήτουν λοιπὸν εἰς ὅλην τὴν χώραν τὸν Φιλήμονα καὶ μὴ εὑρόντες αὐτὸν ἔφερον τὸν ἀδελφόν του, Θέωνα καλούμενον, τὸν ὁποῖον ἠρώτησεν ὁ ἄρχων ποῦ εὑρίσκεται ὁ Φιλήμων, ἐκεῖνος δὲ τοῦ τὸν ἔδειξε, λέγων ὅτι ἐκεῖνος μὲ τὸ σκεπασμένον πρόσωπον ἦτο ὁ ζητούμενος. Τότε ὁ ἄρχων προσέταξε νὰ τὸν ξεσκεπάσουν καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐγέλασε, νομίζων, ὅτι ἠστειεύετο· ὅταν ὅμως εἶδεν ὅτι ἐπέμενεν ὁμολογῶν τὸν Χριστὸν τὸν ἠρώτησε λέγων· «Εἰπέ μοι, εἰς τὴν ὑγείαν τῶν βασιλέων, ἀληθῶς ὁμιλεῖς ἢ προσποιεῖσαι διὰ νὰ περιγελᾷς τοὺς Χριστιανούς;». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ἀληθῶς σοῦ ὁμιλῶ, ὦ ἄρχον, καὶ δὲν ψεύδομαι, ἀλλὰ ἕτοιμος εἶμαι νὰ πάθω μυρίους θανάτους διὰ τὴν ὁμολογίαν αὐτὴν τοῦ Χριστοῦ μου». Τότε ἐθυμώθη ὁ ἄρχων ταῦτα ἀκούων καὶ ἠρώτα τοὺς παρεστῶτας, ἐὰν ἦτο δίκαιον νὰ τὸν θανατώσῃ εὐθὺς ὡς ἀρνητὴν τῆς πίστεως ἢ νὰ τοῦ δώσῃ διορίαν καιροῦ. Ὁ δὲ λαὸς τὸν ἠγάπα πολὺ καὶ παρεκάλουν τὸν ἄρχοντα λέγοντες· «Μὴ ἀπολέσῃς τὴν ἀπόλαυσιν ὅλης τῆς πόλεως». Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ τύραννος· «Βλέπεις, Φιλῆμον, πόσην ἀγάπην σοῦ ἔχουν ὅλοι καὶ πῶς συμπονοῦν διὰ τὸν θάνατόν σου; Λοιπὸν μὴ φανῇς καὶ σὺ πρὸς αὐτοὺς ἀχάριστος, ἀλλὰ θυσίασον εἰς τοὺς θεοὺς καὶ μεθαύριον ποὺ ἔχομεν μεγάλην πανήγυριν, νὰ παίξῃς τὰ ὄργανα καὶ νὰ μᾶς δώσῃς πολλὴν ἀπόλαυσιν». Λέγει ὁ Φιλήμων· «Ἡ πανήγυρις αὕτη μὲ κάμνει νὰ ἐνθυμοῦμαι τὴν οὐράνιον ἀγαλλίασιν καὶ αὕτη ἡ πρόσκαιρος μουσικὴ μὲ παρακινεῖ νὰ φαντάζωμαι τὴν Ἀγγελικὴν ὑμνῳδίαν καὶ τὴν ἀνέκφραστον ἡδονήν.