Ποίαν ἀδικίαν ἐγνώρισεν ὁ Ἡρώδης ἀπὸ τὸν ἐπίγειον Ἄγγελον Ἰωάννην; Ποίαν ὕβριν; Ποίαν καταφρόνησιν; Μήπως ἐπεβουλεύθη τὴν ἀρχήν του; Μήπως ἐξύφανεν ἐναντίον του καμμίαν συνωμοσίαν; Μήπως τὸν ἠμπόδισεν ἀπὸ κανὲν κοινὸν εἰσόδημα; Μήπως τὸν διέβαλεν εἰς τὸ κοινὸν πλῆθος, πῶς εἶναι φθορεὺς τῶν κοινῶν πραγμάτων; Κανὲν ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶχε νὰ κατηγορήσῃ τὸν Ἰωάννην ὁ Ἡρῴδης· ἔλεγχον μόνον ἤκουσε, νουθεσίαν πατρικήν, παραγγελίαν διδασκάλου, τὴν ὁποίαν ἤκουσαν καὶ ἄλλοι πρὸ αὐτοῦ πολλοί, ὄχι μόνον ἰδιῶται, ἀλλὰ καὶ στρατιῶται, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐξεμάνη τόσον, δὲν ἐβγῆκεν ἀπὸ τὰς φρένας του τόσον, ὥστε νὰ ἀνταμείψῃ τὴν εὐαγγελικὴν διδασκαλίαν μὲ φόνον.
Ποία φωνὴ ἦτο βαρυτέρα, τὸ «οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ σου;» ἢ τὸ νὰ λέγῃ· «Γεννήματα ἐχιδνῶν;». Αὕτη βέβαια· ἐπειδὴ ὄχι μόνον ἐγγίζει τὰ τέκνα, ἀλλὰ καὶ τοὺς προγόνους. Ἀνακαλύπτει αὕτη ἡ φωνὴ καὶ δημοσιεύει πᾶσαν προπατορικὴν ἁμαρτίαν, καὶ εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν μαρτυρεῖ, ὄχι μόνον τὰ τέκνα πῶς εἶναι διάδοχοι τῆς κακίας τῶν πατέρων, ἀλλὰ καὶ μητραλοῖαι καὶ πατραλοῖαι. Ποῖος ἄλλος δριμύτερος λόγος, διὰ νὰ ἐξάψῃ τὸν θυμὸν ὡς αὐτός; Καὶ μὲ ὅλον τοῦτο οὐδεὶς ὠργίσθη κατὰ τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ τόσα πλήθη, ὅσα ἤκουσαν τοιοῦτον ἔλεγχον, ἀλλ’ ὁ Ἡρῴδης, ὡς γυναικομανής, μεταβεβλημένος ὅλος εἰς τὸ ἐρώμενον, μὲ ψιλὸν λόγον, μὲ μίαν πατρικὴν παραγγελίαν, ἐξάπτεται εἰς θυμόν, ἀνταμείβει τοῦ διδασκάλου τὴν νουθεσίαν μὲ θάνατον. Ἐκεῖ ὅπου πρέπει νὰ τιμήσῃ ἐκεῖνον τὸν κοινὸν διδάσκαλον ὡς φιλόστοργον πατέρα, ἐπειδὴ ἦλθε μέσα εἰς τὰ βασίλεια νὰ διορθώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν ἀναίδεαν ὅπου ἐκάθητο εἰς τὸν θρόνον καὶ τὴν ψυχήν τοῦ ἀλιτηρίου Ἡρῴδου νὰ τὴν ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ ἔρωτος, τὸν καταδικάζει εἰς φυλακὴν καὶ εἰς δεσμὰ ὁ δοῦλος τῆς ἡδονῆς· καὶ ἐκεῖνος ὅπου ἔχασεν ὄχι μόνον τὴν ἐλευθερίαν, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν ἐπιθυμίαν καὶ τὴν ὄρεξιν τῆς ἀνακτήσεως, δεσμεύει τὸν ἐλεύθερον, ἐταράχθη εὐθὺς ὡς ἤκουσε πῶς δὲν πρέπει ὁ Ἡρῴδης νὰ εἶναι κατὰ τὸ σχῆμα ἄρχων, καὶ κατὰ τὸ πρᾶγμα ἀρχόμενος καὶ δοῦλος· «Οὐκ, ἔξεστί σοι, ἤκουσε, μοιχεύειν, καὶ ὡς νὰ ἤκουσε, μὲ αὐτὸ τό, οὐκ ἔξεστί σοι, τὴν ἀρχὴν τῆς ἐλευθερίας του, τρέμει τὸ τέλος τῆς φυλακῆς του. Διὰ τοῦτο φυλακίζει ἐκεῖνον ὅπου ἐστάλη νὰ συντρίψῃ τὰς ἁλύσεις τῆς δουλείας του.