Λόγος Β’. Πανηνυρικὸς εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου. Τοῦ Μακαρίου Σκορδύλη ἢ Κωφοῦ.

Ἀνίσταται ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὸν ᾍδην εἰς τρεῖς ἡμέρας, ἀνιστᾷ καὶ τὴν ἠγαπημένην Μητέρα του εἰς τρεῖς ἡμέρας· ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου, καὶ ὁ ἀδελφιδός μου ἐμοί. Ἐγὼ ἐμαυτὴν αὐτῷ ἀνέθηκα, καὶ διὰ τοῦτο μὲ ἐτίμησεν ἀπὸ ὅλην τὴν οἰκουμένη, μὲ ἐδόξασεν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, μὲ ὕψωσεν ἀπὸ ὅλας τὰς βασιλεία, μὲ ἐλάμπρυνεν ὑπὲρ τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ, μὲ ἐμεγάλυνεν ὑπὲρ, τὴν οἰκουμένην, μὲ ἐπλούτισεν ὑπὲρ τοὺς θησαυροὺς τῶν Βασιλειῶν, καὶ μὲ ἐμακάρισεν ἀπὸ ὅλας τὰς γενεάς· «Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί, ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατός, καὶ ἅγιον τὸ ὄνομα αὑτοῦ». Ἐγώ, ὦ ἐπουράνιοι Νόες, νοήσατε καλῶς, ὅτι ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου καὶ ὁ ἀδελφιδός μου ἐμοί».

«Ἐκεῖνος ὁ ἠγαπημένος μου Υἱός, γεννηθεὶς ἐξ ἐμοῦ, εἶναι ὅμοιος κατὰ πάντα μὲ, ἐμὲ τὴν Μητέρα του, διότι μὲ ἔπλασε μὲ τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ, διότι μὲ ἐστόλισε μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύμιατος, διότι μὲ ἐπλούτισε μὲ τὴν χάριν του καὶ μὲ τὴν δόξαν του, καὶ διότι αὐτὸς ἔλαβε σάρκα ἐκ τῆς σαρκός μου, καὶ διὰ τοῦτο λέγω πάλιν· «Ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου, καὶ ὁ ἀδελφιδός μου ἐμοί». Πορεύομαι λοιπὸν σήμερον εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ μου, διὰ νὰ σύρω μὲ τὴν θείαν μου δύναμιν καὶ ἐξουσίαν τὰ τέκνα καὶ τοὺς υἱούς μου, τοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανούς, ἐπάνω εἰς τὴν ἀνεκλάλητον δόξαν τῆς Βασιλείας μου· πορεύομαι διὰ νὰ μεσιτεύω εἰς τὸν Υἱόν μου, νὰ χαρίζῃ τὴν σωτηρίαν καὶ λύτρωσιν τῶν ἁμαρτωλῶν· πορεύομαι διὰ νὰ καθίσω εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Υἱοῦ μιου, ὅταν ἀνάπτῃ ἀπὸ τὴν θείαν του ὀργὴν διὰ νὰ κεντήσῃ καμμίαν χώραν ἁμαρτάνουσαν ἀπὸ τὴν λοιμικὴν νόσον ἢ ἀπὸ ἄλλην βαρυτάτην ἀσθένειαν διὰ τὴν κακίαν της, εὐθὺς νὰ ἀσπάζωμαι τοὺς ἀχράντους πόδας του, διὰ νὰ καταπραῢνω τὴν θείαν του ἀγανάκτησιν, νὰ μὴ ἀπολέσῃ τὸν κόσμον του».

«Πορεύομαι, καὶ ὅταν μὲ ἐπικαλοῦνται οἱ ἁμαρτωλοί, εὐθὺς θὰ στρέφω τὸ ὄμμα πρὸς τὸν Υἱόν, καὶ θὰ παρακαλῶ διὰ τοὺς ἁμαρτωλούς· πορεύομαι σήμερον ἄνω εἰς τὸν Παράδεισον, διὰ νὰ ἀνοίξω τὰς θύρας του, τὰς ὁποίας ἔκλεισεν ἡ παρακοή, καὶ νὰ ἐμβάλω εἰς τὸ μέσον καὶ εἰς τὴν τρυφήν του τοὺς πιστεύοντας καὶ δοξολογοῦντας τὸν Υἱὸν σὺν τῇ Μητρί· πορεύομαι, διὰ νὰ δοξάζω τοὺς δοξάζοντάς με, διὰ νὰ ὑψώνω τοὺς ὑψώνοντάς με καὶ διὰ νὰ τιμῶ τοὺς τιμῶντάς με· πορεύομαι ἐκεῖ ὅπου μὲ προσκαλεῖ σήμερον ὁ ἠγαπημένος μου Υἱός, διὰ νὰ σύρω τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ τὴν κόλασιν εἰς τὸν Παράδεισον, ἀπὸ τὸ σκότος εἰς τὸ φῶς ἀπὸ τὴν λύπην εἰς τὴν χαράν, καὶ ἀπὸ τοὺς τυραννικοὺς διαβόλους ἐπάνω μὲ σᾶς τοὺς Ἀγγέλους·