Τῇ αὐτῇ ἡμέρα ὁ Ὅσιος ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ὁ ἐν τῷ κολπῳ τῆς Νικομηδείας ἀσκήσας ἐν ἔτει ͵ασμ’ (1240), ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Παρὰ ταῦτα ὅμως δὲν ἔπαυσεν ἡ κακία των, ἀλλ’ εὗρον πόρνην τινὰ καὶ πληρώσαντες αὐτὴν τὴν ἔστειλαν εἰς τὸν Ὅσιον, διὰ νὰ κάμῃ πάντα τρόπον νὰ τὸν κινήσῃ εἰς ἐπιθυμίαν καὶ νὰ τὸν μολύνῃ. Μετέβη λοιπὸν ἡ πόρνη εἰς τὸν Ὅσιον καὶ τὸν ἠνώχλει. Συμπεριεφέρετο καὶ ἐγέλα ἄσεμνα, παίζουσα καὶ λέγουσα λόγους πορνικούς. Ἀλλ’ ὁ Ὅσιος ἐφρόντιζε μὲ νουθεσίας καὶ συμβουλὰς νὰ τὴν σωφρονίσῃ καὶ νὰ καταπαύσῃ τὰ ἄσεμνα σχήματα καὶ τοὺς αἰσχροὺς λόγους της. Ὅμως ἡ πόρνη ἔμεινεν ἡ ἰδία, χωρὶς νὰ συνετίζεται ἀπὸ τὰς συμβουλὰς τοῦ Ὁσίου. Ὅθεν αἴφνης τῆς ἦλθε κλονισμὸς ἀπὸ τὸν δαίμονα καὶ εὐθὺς τὴν ρίπτει κατὰ γῆς, ἀφροὶ ἐξήρχοντο ἀπὸ τὸ στόμα της, ἔτριζαν οἱ ὀδόντες της καὶ ἔκαμνεν ὅλα τὰ ἄτακτα σχήματα τῶν δαιμονιζομένων. Τοῦτο βλέποντες ἐκεῖνοι, οἵτινες τὴν παρώτρυναν, μετενόησαν καὶ παρεκάλουν τὸν Ὅσιον νὰ τὴν εὐσπλαγχνισθῇ καὶ νὰ τὴν ἰατρεύσῃ. Εὐθὺς τότε ὁ Ὅσιος, χωρὶς νὰ ἀναμείνῃ νὰ τὸν παρακαλέσωσι καὶ δευτέραν φοράν, ὕψωσε τὰς χεῖρας του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ παρακαλῶν θερμῶς τὸν Θεόν, ἰάτρευσε τὴν γυναῖκα καὶ τῆς παρήγγειλε νὰ φυλάττῃ εἰς τὸ ἑξῆς σωφροσύνην, διὰ νὰ μὴ πάθῃ κακὸν περισσότερον καὶ νὰ καθαρίσῃ τὴν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεῖσαν ψυχήν της μὲ νηστείας, προσευχὰς καὶ ὅλας τὰς ἄλλας ἀρετάς. Καθοδηγήσας δὲ αὐτὴν εἰς τὴν ὁδὸν τῆς μετανοίας διὰ τῶν λόγων τούτων καὶ ἄλλων πολλῶν, τὴν ἀπέστειλεν ἐν εἰρήνῃ. Τοιουτοτρόπως ἐσωφρονίσθη ἡ πόρνη καὶ μετανοήσασα διὰ τὴν προτέραν πολιτείαν της, διῆλθε τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς της μὲ καθαρότητα καὶ καλὴν μετάνοιαν.

Ἀλλ’ ἂς εἴπωμεν καὶ ἄλλην μηχανὴν τοῦ διαβόλου, τὴν ὁποίαν ἔκαμε κατὰ τοῦ Ὁσίου. Θέλων ὁ μισόκαλος νὰ ἐνοχλήσῃ καὶ νὰ κακοποιήσῃ τὸν Ἅγιον, ἐκίνησε μερικοὺς Κληρικοὺς φθονοῦντας τὸν Ὅσιον, οἵτινες μετέβησαν εἰς τὸν Ἀρχιερέα τῆς Νικομηδείας καὶ τοῦ εἶπον πολλὰς κατηγορίας καὶ συκοφαντίας διὰ τὸν θεῖον Γρηγόριον, παντοίους τρόπους μεταχειριζόμενοι, διὰ νὰ ἐξάψουν τὸν Ἀρχιερέα ἐναντίον του, ὁ δὲ Νικομηδείας, ὡς ἁπλοῦς κατὰ τὴν γνώμην, ἐπειδὴ ἀνὴρ ἄκακος πιστεύει παντὶ λόγῳ (Παρ. ιδ’ 15), ἐπίστευσεν εἰς τοὺς λόγους αὐτῶν καὶ πολὺ θυμωθείς, ἔστειλεν ἀνθρώπους εἰς τὸν Ἅγιον προστάζοντάς τον νὰ ὑπάγῃ πρὸς αὐτὸν τὸ συντομώτερον. Ὁ Ὅσιος τότε ἠννόησε τὴν τέχνην τοῦ διαβόλου καὶ τὴν συκοφαντίαν τὴν ὁποίαν τοῦ ἔκαμαν καὶ ἐν ᾧ προσέφερεν εἰς τοὺς ἀπεσταλμένους ἄρτον καὶ ἅλας διὰ νὰ φάγουν, τοὺς εἶπε νὰ ἀπέλθουν τὸ γρηγορώτερον, διότι αὐτὸς θέλει νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Ἀρχιερέα πρωτύτερα ἀπὸ αὐτούς.