Τῇ αὐτῇ ἡμέρα ὁ Ὅσιος ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ὁ ἐν τῷ κολπῳ τῆς Νικομηδείας ἀσκήσας ἐν ἔτει ͵ασμ’ (1240), ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἐτοποθέτει λοιπόν, ὡς ἐπάνω εἰς πλουσίαν τράπεζαν, ὅλα ἐκεῖνα τὰ πνευματικὰ φαγητά, τὰ ὁποῖα ἐχρειάζετο ὁ καθεὶς διὰ νὰ φάγῃ, ἐκείνους δὲ οἱ ὁποῖοι ἐχρειάζοντο συμβουλήν, τοὺς συνεβούλευε πανσόφως. Ἐὰν δὲ ἦτο καιρὸς καὶ ἀνάγκη λόγου προγνωστικοῦ καὶ διορατικοῦ, ἀπεκάλυπτε τὰ μέλλοντα εἰς τοὺς ἔχοντας ἀνάγκην, μὲ ταπεινοφροσύνην καὶ μετριότητα. Ἂν δὲ ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν ἀσθενεῖς καὶ πτωχοί, δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ φύγουν μὲ κενὰς χεῖρας καὶ μὲ κενὰς ἐλπίδας· ἀλλ’ ἐγείρων τοὺς ὀφθαλμούς του πρὸς τὸν Θεὸν καὶ θέτων τὰς χεῖρας του μὲ μεγάλην ταπείνωσιν ἐπάνω εἰς αὐτούς, τοὺς ἰάτρευε. Διὰ τοῦτο ἀπέκτησε καὶ παντὸς εἴδους ὄνομα. Διότι καὶ προγνώστης τῶν μελλόντων ὠνομάζετο καὶ διδάσκαλος καὶ ἀνορθωτὴς τῶν ἠμελημένων ἠθῶν καὶ ἰατρὸς τῶν ἀσθενῶν καὶ πολλὰ ἄλλα. Διὰ μέσου δὲ τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης, μὲ τὴν ὁποίαν ἠγάπησε τὸν Θεὸν καὶ ἠγαπήθη ἀπὸ τὸν Θεόν, ἠξιώθη νὰ λάβῃ τὰ μεγάλα τοῦ Θεοῦ καὶ πλούσια χαρίσματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα καιρὸς εἶναι νὰ ἀναφέρωμεν ὀλίγα τινά, ὡς τερπνὰ καὶ ὠφέλιμα εἰς τοὺς ἀναγινώσκοντας καὶ τοὺς ἀκροωμένους.

Συνήθειαν ἔχει ὁ πονηρὸς διάβολος νὰ πολεμῇ πολλάκις καὶ νὰ ἐνοχλῇ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐὰν κατορθώσῃ τίποτε ἐπιτυγχάνει τὸν σκοπόν του, ἂν δὲ δὲν κατορθώσῃ, προξενεῖ γέλωτα εἰς ἐκείνους οἵτινες ἐδοκίμασαν τοὺς ἰδικούς του πολέμους. Ὅθεν, θέλων ὁ μιαρὸς νὰ ἀναιρέσῃ τὸ προγνωστικὸν τοῦ Ὁσίου, κατέπεισεν ἀνθρωπάριά τινα, ἄξια νὰ σύρουν ἁμάξας, νὰ ζευγαρίζουν, ἢ νὰ σκάπτουν τὴν γῆν, νὰ λέγουν, ὅτι δὲν προγνωρίζει ὁ Ἅγιος τὰ μέλλοντα ἀπὸ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργειαν τοῦ διαβόλου, μὲ τέχνην μαγικήν· διὰ τοῦτο ἔφεραν εἰς τὸν Ἅγιον κλέπτας τινὰς καὶ ἱεροσύλους καὶ κακοποιούς, οἵτινες τὸν ἐπείραζον ἐρωτῶντες τον, τί ἄνθρωποι ἦσαν ὁ καθεὶς ἐξ αὐτῶν. Ὁ δὲ Ὅσιος, γνωρίζων τὴν κακογνωμίαν ἐκείνων, δὲν ἐσιώπησε, διὰ νὰ μὴ τοὺς δώσῃ ἀφορμὴν νὰ κατηγοροῦν καὶ νὰ περιπαίζουν τὰ θεῖα χαρίσματα, ἀλλὰ ἐφανέρωσε τί ἄνθρωποι ἦσαν ὁ καθεὶς καὶ μὲ ποῖον τρόπον ἦλθαν εἰς αὐτόν, δηλαδὴ μὲ κακοβουλίαν. Θέλων δὲ νὰ ἐλέγξῃ τὴν ἀπιστίαν των, ἀπεκάλυψε καὶ τὸ ἁμάρτημα τινὸς ἐξ αὐτῶν, εἰπών, ὅτι καὶ ὁ δεῖνα ἄνθρωπος, ὅστις ἦτο ναυαγός, ἐξελθὼν εἰς τὴν ξηράν, ἐκεῖ ὅπου εἶναι τὸ ἀμπέλι, διὰ τὴν ταλαιπωρίαν τὴν ὁποίαν ὑπέστη καὶ διὰ παρηγορίαν τῆς πείνας του, εἰσῆλθεν εἰς τὸ ἀμπέλι καὶ ἐπῆρε σταφύλια. Τοῦτο δὲ ἀπεκάλυψεν ὁ Ἅγιος, ὄχι διὰ νὰ δοξασθῇ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὡς προγνώστης, ἀλλὰ διὰ νὰ καταισχύνῃ ἐκείνους, οἵτινες τὸν κατηγόρουν ὡς μάγον.