Τῇ αὐτῇ ἡμέρα ὁ Ὅσιος ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ὁ ἐν τῷ κολπῳ τῆς Νικομηδείας ἀσκήσας ἐν ἔτει ͵ασμ’ (1240), ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Γνωρίζων ὅμως ὁ θεῖος Γρηγόριος τὴν ἐπιβουλὴν καὶ τὰς τέχνας τοῦ διαβόλου, ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν καὶ μετέβη εἰς ἄλλο Μοναστήριον, διὰ νὰ μὴ προξενῇ αἰτίαν μεγαλυτέρας κολάσεως εἰς τοὺς συκοφάντας ἐκείνους. Μετὰ ὀλίγας ὅμως ἡμέρας ἐφανερώθη ἐκεῖνος ὅστις ἔκλεψε τὰ ἱερὰ σκεύη καὶ μὲ τοῦτο τὸ συμβὰν περιεπαίχθη ὁ διάβολος, μὲ τὰ ἴδια μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἐπεχείρησε νὰ περιπαίξῃ τὸν Ἅγιον· μὲ τὰ μέσα δὲ ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἐσπούδαζε νὰ πλανήσῃ τοὺς ἄλλους, ἐπλανήθη αὐτὸς καὶ οὕτω ἔγινεν ἡ κακία του φανερὰ εἰς ὅλους. Διότι, πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ διδάσκῃ ὁ Ὅσιος εἰς τοὺς ἄλλους νὰ μὴ κλέπτουν καὶ νὰ μὴ ἱεροσυλοῦν, ἂν αὐτὸς ἦτο ἱερόσυλος; Αὐτὸ εἶναι τελείως ἀνάρμοστον καὶ ἀσυλλόγιστον.

Ἀλλ’ ἂς ἔλθωμεν εἰς τὸ προκείμενον. Μεταβὰς ὁ Ὅσιος εἰς τὸ ἄλλο Μοναστήριον, εἰς τὸ ὁποῖον ἦτο καὶ ὁ κατὰ σάρκα ἀδελφός του ὑποτασσόμενος καὶ ἀσκούμενος εἰς τὴν ἀρετήν, ἠγωνίζετο πάλιν ὁμοίως μὲ τοὺς πρώτους ἀγῶνας τῆς ἀσκήσεως· ὅθεν ἔκαμνεν ὑποταγὴν καὶ ὑπακοὴν εἰς τὸν Ἡγούμενον καὶ εἰς τοὺς συνασκουμένους ἀδελφοὺς καὶ ὑπέφερε πᾶσαν ἄσκησιν καλῆς πολιτείας, νηστεύων, ἀγρυπνῶν, ψάλλων, προσευχόμενος, ὑπηρετῶν καὶ ταπεινούμενος. Διὰ τοῦτο προσείλκυσεν εἰς τὴν ἀγάπην του καὶ ὅλην ἐκείνην τὴν ἀδελφότητα καθόσον ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἁπλότης τοῦ ἤθους καὶ ἡ λιτὴ δίαιτα προξενοῦν ἀγάπην εἰς ἐκεῖνον ὅστις τὰς κατέχει, καθώς, ἐξ ἀντιθέτου, ἡ ὑπερηφάνεια καὶ τὸ σοβαρὸν καὶ αὔθαδες ἦθος γίνονται αἴτια θυμοῦ καὶ μίσους. Ἀφοῦ λοιπὸν διέτριψε ἐκεῖ καιρὸν πολὺν ἐνεδύθη καὶ τὸ μέγα καὶ Ἀγγελικὸν Σχῆμα καὶ ἔγινε Μεγαλόσχημος. Ἔπειτα παρεκινήθη πολὺ ἀπὸ τὸν Ἡγούμενον καὶ ὅλην τὴν ἀδελφότητα νὰ γίνῃ Ἱερεύς. Ὁ Ὅσιος ὅμως δὲν ἐδέχετο νὰ ἱερωθῇ κατ’ οὐδένα τρόπον, διότι ἐγνώριζε ποίαν καθαρότητα, τάξιν καὶ στάσιν καὶ ποίαν ὑψηλὴν πολιτείαν πρέπει νὰ ἔχῃ ὁ Ἱερεύς. Παρακινούμενος ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἐκ δευτέρου καὶ τρόπον τινὰ βιαζόμενος, συγκατένευσε συλλογιζόμενος, ὅτι ἡ εὐπείθεια καὶ ὑπακοὴ εἶναι θεμέλιον ὅλων τῶν ἀρετῶν. Ἐδέχθη δὲ τὴν Ἱερωσύνην, ὄχι ὡς πρέπουσαν εἰς αὐτόν, διότι πάντοτε συνέτριβε τὸν λογισμὸν τοῦτον τῆς κενοδοξίας, ἀλλ’ ὡς μίαν διακονίαν, τὴν ὁποίαν ἦτο ὑποχρεωμένος νὰ ἐκτελέσῃ.