Ἐκεῖ ἔμαθε πῶς νὰ ἀποτάσσεται καὶ νὰ ἀποβάλλῃ τὰ αἰσθητὰ ὁμοῦ μὲ τὰς αἰσθήσεις καὶ τὰ ὡραῖα χρώματα καὶ τὰς ἁπαλότητας τῶν σωμάτων καὶ ὅλα τὰ ἡδέα καὶ τερπνά, μὲ τὰ ὁποῖα κρημνίζεται τὸ ἡγεμονικὸν τοῦ νοὸς καὶ πλανᾶται καὶ φαρμακεύεται· ἔμαθε κανόνας καὶ ὅρους τῆς ψαλμῳδίας· κατάστασιν προσευχῆς, φυλακὴν νοός, μέτρα νηστείας καὶ ἐγκρατείας καὶ ὅτι ταῦτα, τότε εἶναι συγκερασμένα, ὅταν συνοδεύωνται καὶ ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνην. Ταῦτα πάντα συναθροίσας εἰς τὸν ἑαυτόν του ὁ θεῖος Γρηγόριος, ἀπέδωσε τριακοντάκις καὶ ἑξηκοντάκις καὶ ἑκατοντάκις. Ἐπειδή, ποῖον ἔργον, ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω ἀναφερόμενα, δὲν ἔπραξε μὲ ἱλαρότητα, ταπεινοφροσύνην καὶ ἐλευθέραν γνώμην; Ἤ ποῖος ἄλλος ἠδυνήθη νὰ ἔλθῃ πλησίον καὶ νὰ τὸν φθάσῃ; Ἀξιέπαινος εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ ταπείνωσις, ἡ ἡμερότης, ἡ ἀλουσία καὶ ἡ χαμαικοιτία. Ποίαν ὅμως ἀπὸ τὰς ἀρετὰς αὐτὰς δὲν ἀπέκτησεν ὁ Ὅσιος οὗτος Γρηγόριος, μὲ κάθε πρέποντα τρόπον καὶ ζῆλον; Ποῖον καλὸν ἄφησε καὶ δὲν τὸ ἀπέκτησεν; Εἰς ποῖον συνεχώρησε νὰ ἔχῃ τὰ πρωτεῖα καὶ νὰ τὸν ὑπερβῇ; Καὶ ὅσας μὲν ἀρετὰς εἶχεν ἀποκτήσει δὲν τὰς ὑπελόγιζεν εἰς τίποτε· ἐκεῖνα δὲ τὰ ὁποῖα τοῦ ἔλειπον ἐμερίμνα νὰ κερδίσῃ. Ὅθεν ἐπληροῦτο εἰς αὐτὸν ἐκεῖνο τὸν ὁποῖον λέγει ὁ Ἀπόστολος (Φιλιπ. γ’ 14), τὸ νὰ ἐκτείνεται εἰς τὰ ἔμπροσθεν καὶ νὰ λησμονῇ τὰ ὄπισθεν, τρέχων διὰ νὰ ἀποκτήσῃ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως.
Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ φθόνος ἀκολουθεῖ πάντοτε ἐκεῖνον ὅστις ἔχει ἀρετάς, μὴ ὑποφέρων ὁ φθονερὸς διάβολος νὰ βλέπῃ τὸν Ἅγιον, τόσον νέον κατὰ τὴν ἡλικίαν, νὰ εἶναι ἐστολισμένος μὲ τόσην γνῶσιν, σωφροσύνην, ἀνδρείαν καὶ πραότητα καὶ τόσον ἀνίκητον ἀπὸ τὰς μηχανὰς καὶ τέχνας του, ἁπλῶς δὲ εἰπεῖν, βλέπων τὸν Ὅσιον, ὅτι ἦτο τύπος καὶ παράδειγμα ὠφελείας δι’ ὅλους, τί κάμνει καὶ τί μεθοδεύεται; Ἐν ᾧ μετὰ ἀπὸ τοὺς ὑπερβολικοὺς ἐκείνους κόπους καὶ ἀγῶνας τῆς ἀρετῆς τοὺς ὁποίους ἔκαμνεν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος καὶ ἦτο τὸ σῶμα του ταλαιπωρημένον ἀπὸ τὴν πολλὴν νηστείαν, βάλλει εἰς ὑποψίαν μερικὰ ἀνθρωπάρια διεφθαρμένα καὶ ἀχρειέστατα καὶ ψευδολόγα, ὅτι δῆθεν ὁ θεῖος οὗτος Γρηγόριος ἔκλεψε μερικὰ ἱερὰ σκεύη, τὰ ὁποῖα εἶχον τότε χαθῆ. Οὗτοι ἐδυσφήμησαν τὸν ἅγιον ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐζήτουν μὲ ὅρκους νὰ βεβαιώσουν τὰς ψευδομαρτυρίας των. Καὶ οἱ ἁπλοῖ αὐτοὶ χυδαῖοι καὶ ἀνόητοι ἄνθρωποι ἐνόμιζον, ὅτι τοῦτο ἦτο νίκη τοῦ διαβόλου κατὰ τοῦ Ἁγίου, οἱ δὲ γνωστικοὶ καὶ διακριτικοὶ ἔκριναν τοῦτο ὡς ἕνα ἀξιογέλαστον παιγνίδιον.