Τώρα εἶναι ὁ καιρός ἕως ὅτου ζῶμεν, νὰ φροντίσωμεν διὰ τὴν ψυχήν, ἐκεῖ δὲ θὰ φανερωθοῦν ἐκεῖνοι, οἵτινες ἔκαμαν τὰ καλὰ ἔργα. Τώρα εἶναι ὁ καιρὸς διὰ νὰ ἀξιωθῶμεν ἐκεῖ τῆς ὑποδοχῆς ἀπὸ μέρους τοῦ Νυμφίου. Ἂς ἀγωνιζώμεθα λοιπὸν ἐδῶ ὡς αἱ φρόνιμοι Παρθένοι, διὰ νὰ μὴ καταδικασθῶμεν ὡς αἱ μωραί.
«Ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν, ἀγοράσαι ἦλθεν ὁ Νυμφίος καὶ αἱ ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ’ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα» (αὐτ. 10).
Ὤ τῆς ἐπιβλαβοῦς ραθυμίας! Ὦ τῆς ἀπαρηγορήτου ζημίας! Ὦ ἀθεράπευτον κακόν! Ὤ θλῖψις κατὰ πολὺ λυπηρά! Ἐξῆλθον διὰ νὰ ὑπάγουν νὰ εὕρουν τοὺς πτωχούς, διὰ νὰ δώσουν ἐλεημοσύνην, διὰ νὰ λάμψουν οἱ λύχνοι των, ἀλλὰ δὲν εὗρον πλέον αὐτούς. Ποῦ βασιλεὺς τότε, ποῦ στρατιώτης, ποῦ πλούσιος καὶ ποῦ πένης; Ὅλοι τότε εἶναι ἕν. Κατὰ τὴν ὥραν ὅμως κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ μωραὶ παρθένοι περιεπλανῶντο πρὸς ἀνεύρεσιν τῶν πτωχῶν, ἦλθεν ἐν τῷ μεταξὺ ἡ προσδοκωμένη χαρά, ἦλθε τῶν Δικαίων τὸ καύχημα. Ἐν καιρῷ μεσονυκτίου ἦλθε τὸ φῶς, ὁ Νυμφίος. Τότε αἱ φρόνιμοι προϋπήντησαν τὸν Νυμφίον καὶ ἦλθον μετ’ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους τότε ἐκλείσθη ἡ θύρα τοῦ νυμφικοῦ οἴκου.
«Ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ λοιπαὶ Παρθένοι λέγουσαι· Κύριε, Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν» (αὐτ. 11).
Φρίττω ἀναλογιζόμενος τὸ ἕτερον τοῦτο κακὸν καὶ τὴν ζημίαν, τὴν ὁποίαν ἔπαθον αἱ μωραί. Τρέμω, ὅταν ἐνθυμηθῶ τὸ δυστύχημα, τὸ ὁποῖον συνέβη εἰς αὐτάς. Ἐπεθύμουν αἱ ἄφρονες νὰ προϋπαντήσουν καὶ αὐταὶ τὸν Νυμφίον, διότι δι’ αὐτὸν ἠρνήθησαν τὰ καλὰ τοῦ κόσμου καὶ τὴν δόξαν καὶ ἀπεδέχθησαν τὴν θλῖψιν, τὴν στενοχωρίαν, τὴν παρθενίαν. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἶχον ἐλεημοσύνην, εὗρον κεκλεισμένην τὴν οὐράνιον Βασιλείαν. Κτυπῶσαι δὲ τὴν θύραν ἔλεγον· «Κύριε, Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν».
«Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς» (αὐτ. 12).
Ἀπεκρίθη δηλαδὴ πρὸς αὐτὰς ὁ Κριτής· «Ἀληθῶς σᾶς λέγω, δὲν σᾶς εἶδον ποτέ· δὲν σᾶς γνωρίζω». Ὤ τῆς ἀποφάσεως! Δὲν ἀπέστειλεν ὁ Κύριος Ἄγγελόν τινα νὰ μεταβιβάσῃ τὴν ἀπόφασίν του ταύτην, ἀλλ’ ὁ ἴδιος ἔδωσε τὴν ἀπόκρισιν, ἵνα τὴν μὲν φωνήν Του ἀκούσωσι, τὸ δὲ πρόσωπόν Του μὴ ἴδωσι, ὥστε νὰ ἔχωσι μεγαλυτέραν τὴν βάσανον.
Εὔλογον θὰ ἦτο τότε νὰ ἀποκριθοῦν· «Δὲν μᾶς γνωρίζεις, ὦ Δέσποτα; Ἡμεῖς διὰ Σέ, ἀφότου ἐγεννήθημεν, ἠκολουθήσαμεν τὴν παρθενίαν, ἐφυλάξαμεν ἄφθαρτον τὸ σῶμα, τὸ ὁποῖον ἔπλασες. Διὰ τὴν ἀγάπην Σου δὲν ἐδώκαμεν τὰ μέλη μας εἰς τοῦ κόσμου τὰ πάθη. Ἡμεῖς ἠλπίζαμεν νὰ μᾶς χαρίσῃς δόξαν καὶ στέφανον καὶ τώρα ἔκλεισες τὰς θύρας καὶ λέγεις, ὅτι δὲν μᾶς γνωρίζεις;». Εὔλογον δὲ καὶ πάλιν εἶναι νὰ εἴπῃ πρὸς αὐτὰς ὁ Κύριος· Ναί, δὲν σᾶς γνωρίζω. Διατί; Διότι ἐπείνασα καὶ δὲν μοῦ ἐδώκατε νὰ φάγω, ἐδίψησα καὶ δὲν μὲ ἐποτίσατε, ξένος ἤμην καὶ δὲν μὲ ἐφιλοξενήσατε, γυμνὸς ἤμην καὶ δὲν μὲ ἐνεδύσατε, ἠσθένησα καὶ δὲν μὲ ἐπεριποιήθητε, εἰς φυλακὴν ἤμην καὶ δὲν μὲ ἐπεσκέφθητε διὰ νὰ ἐξετάσητε τὴν ἀνάγκην μου. Διὰ τῶν Γραφῶν σᾶς παρήγγειλα, ὅτι οἱανδήποτε εὐεργεσίαν καὶ ἂν προσφέρετε καὶ πρὸς τὸν πλέον ἐλάχιστον ἄνθρωπον, εἰς ἕνα πτωχόν, εἰς ἐμὲ ἠθέλατε κάμει τὴν εὐεργεσίαν αὐτήν». Καὶ λοιπὸν εὐλόγως πάλιν ἤθελον ἀπολογηθῆ ἐκεῖναι, λέγουσαι· «Λοιπόν, Κύριε, ἀκερδῶς ὑπεφέραμεν τὸν κόπον τῆς σαρκός, τὴν ὁποίαν ἐνεκρώσαμεν ζῶσαν καὶ τὴν ταλαιπωρίαν τόσων νηστειῶν καὶ ἀγρυπνιῶν; Τὸν οὐράνιον Νυμφίον ἐποθούσαμεν νὰ ἴδωμεν καὶ ἐφυλάξαμεν τὴν παρθενίαν μας ἕως τέλους· καὶ λοιπὸν ματαίως ἐκοπιάζαμεν;».
Τότε καὶ πάλιν εὐλόγως ἤθελεν εἴπει ὁ Κύριος πρὸς αὐτάς· «Ἀλλὰ καὶ ἂν εἶσθε Παρθένοι, ὅμως νυμφικὰ ἐνδύματα δὲν φορεῖτε, δὲν ἔχετε ἔνδυμα γάμου οὐδὲ προῖκα ἔχετε. Διότι καθαρὸν μὲν εἶναι τὸ σῶμά σας, ἀλλ’ ἡ γνώμη σας εἶναι ἀνελεής, καὶ κάμνει τὸ πρόσωπόν σας νὰ φαίνεται ἐνώπιον τῆς θείας Δίκης ὡς πρόσωπον θηρίου. Παρθένοι εἶσθε, ἀλλ’ ὡς ἀνελεήμονες ἐπληγώσατε θανασίμως τὸ χαριέστατον κάλλος τῆς παρθενίας σας (δὲν εἶναι ἐκ φύσεως ἡ φιλανθρωπία τῆς ἐλεημοσύνης εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἐπειδὴ τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι, τῶν δὲ δυστυχούντων οὐδ’ αὐτὸς ὁ γεννήτωρ. Ἀλλὰ εἶναι ἐκ προαιρέσεως διὰ τὴν φιλοθεΐαν). Δὲν μὲ ἠγαπούσατε, φύγετε ἀπ’ ἐμοῦ, μὴ ἐνοχλεῖτε τὰς θύρας ἀνωφελῶς. Δὲν εἰσάγω σκάνδαλον μέσα εἰς τὸν εἰρηνικὸν καὶ φιλάδελφον οἶκόν μου. Δὲν ἠμπορῶ νὰ θελήσω ἐντὸς αὐτοῦ νύμφην, πρόξενον μάχης. Ἡ Βασιλεία μου εἶναι διὰ τοὺς ἐλεήμονας, αὐτοὶ εἶναι εὔκολον νὰ εἰσέρχωνται, διότι αὐτοὶ ἐμιμήθησαν τὴν εὐσπλαγχνίαν μου καὶ ὄχι ἐκεῖνοι, οἵτινες κλείουν τὰ ὦτά των πρὸς τοὺς ζητοῦντας πτωχούς. Ἐκεῖνοι, οἵτινες ἐπιμελοῦνται τοὺς ἀρρώστους καὶ ἀδυνάτους καὶ δακρύουν εἰς ξένας συμφορὰς καὶ δίδουν εἰς τοὺς πεινασμένους καὶ ἐνδύουν τοὺς γυμνοὺς καὶ εἰσακούουν τὰς φωνὰς τῶν ἀδικουμένων,