Λόγος εἰς τὴν Παραβολὴν τῶν ΔΕΚΑ ΠΑΡΘΕΝΩΝ, διασκευὴ ἐκ τῶν Λόγων τοῦ ἐν Ἅγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου.

Διότι ὅλαι αἱ ἀρεταὶ καλαὶ εἶναι· ἀλλ’ εἶναι καὶ μικραί, εἶναι καὶ μεγάλαι. Δὲν εἶναι δὲ μεγαλυτέρα ἄλλη ἀπὸ τὴν παρθενίαν οὐδὲ δυσκολωτέρα, διότι ἔχει πόλεμον μέγαν καὶ παλαίει μὲ τὴν φύσιν ὁ ἄνθρωπος καὶ ποτὲ δὲν σχολάζει, ἀλλ’ ἔχει πάντοτε μάχην, εἰρήνην δὲ ποτὲ δὲν ἔχει. Θέλετε δὲ νὰ μάθητε πόσον πέλαγος εἶναι ἡ παρθενία; Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ὥρισε νὰ κρατῶμεν ὅλας τὰς ἄλλας ἀρετάς, διὰ τὴν παρθενίαν ὅμως δὲν εἶπε νὰ τὴν κρατῶμεν ὑποχρεωτικῶς· ἀλλ’ ἐάν τις θελήσῃ, ἢ ἀνὴρ ἢ γυνή, νὰ κατορθώσῃ τὴν παρθενίαν μὲ τὸ θέλημά του διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, θέλει τὸν στεφανώσει μὲ τοὺς Μάρτυρας.

Ὑπάρχουν δέ τινες, τοὺς ὁποίους εὐνούχισαν οἱ ἄνθρωποι· καλὸν εἶναι καὶ αὐτό, παρθενία εἶναι, ὅμως αὐτὸ δὲν ἀξίζει τίποτε, διότι τὸ κάμνει χωρὶς νὰ θέλῃ· εὑρίσκονται δὲ πάλιν ἄνθρωποι, τῶν ὁποίων δὲν κινεῖται ἡ φύσις· καὶ αὐτὸ παρθενία εἶναι, ὅμως καὶ αὐτὸ δὲν ἀξίζει τίποτε, διότι εἶναι ἀδόκιμον. Διὰ τοῦτο καλοὺς λέγει ὁ Κύριος τοὺς κατὰ προαίρεσιν καλούς. Ποίους; Ἐκείνους οἵτινες εὐνουχίσθησαν μὲ τὸ θέλημά των διὰ τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, οὐχὶ ἐκείνους, οἵτινες ἔκοψαν τὴν σάρκα μὲ μάχαιραν, ἀλλ’ ἐκείνους, οἵτινες κατεπολέμησαν τὴν ὄρεξιν καὶ τὴν ἐπιθυμίαν. Λέγει δὲ ὁ μακάριος Παῦλος ὁ Ἀπόστολος· ὅλας τὰς ἀρετὰς ἔχω ἐξουσίαν ἀπὸ τὸν Κύριον νὰ διδάσκω, περὶ δὲ τῆς παρθενίας ἐξουσίαν δὲν ἔχω ἀπὸ τὸν Κύριον νὰ διδάσκω. Ἐὰν ὅμως θέλῃ τις μὲ τὴν καλήν του προαίρεσιν, ἢ ἀνὴρ ἢ γυνή, νὰ ἀγαπήσῃ τὴν παρθενίαν, θέλει στεφανωθῆ καὶ λάβει τιμὴν εἰς ἐκεῖνον τὸν κόσμον, τὸν ἀθάνατον. Ὅμως καλὴ μὲν καὶ μεγάλη ἀρετὴ εἶναι ἡ παρθενία, ἀλλ’ ἄνευ τῆς ἐλεημοσύνης τίποτε δὲν ὠφέλησεν ἡ παρθενία. Αἱ φρόνιμοι Παρθένοι εἶχον τὴν παρθενίαν, ἀλλ’ εἶχον καὶ τὴν ἐλεημοσύνην ὡς δύο πτερά, αἱ δὲ ἄφρονες εἶχον τὴν παρθενίαν, τὴν μεγάλην ἀρετήν, τὸν μέγαν κόπον κατώρθωσαν, ἀλλὰ τὸν μικρὸν κόπον, δηλαδὴ τὴν ἐλεημοσύνην, δὲν τὴν ἔκαμαν.

Διὰ τοῦτο λοιπὸν τὰς Παρθένους ἐκείνας, αἱ ὁποῖαι δὲν εἶχον τὴν ἐλεημοσύνην, τὰς ἐπωνόμασεν ὁ Κύριος μωρὰς καὶ ἄφρονας. Τοῦτο δὲ τὸ κακὸν κάμνουσι καὶ τὴν σήμερον ἄνθρωποί τινες, ἄνδρες ἢ γυναῖκες, οἵτινες κατορθώνουν ἀρετὰς μεγάλας, ὅμως καταφρονοῦν τὰς μικράς. Ἀλλ’ ἄκουσον τοῦ Προφήτου τὶ λέγει· «Ὁ δίκαιος (κάθε δίκαιος, ἐφ’ ὅσον εἶναι δίκαιος) ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν (ἤτοι οὐδὲ μικρὰν οὐδὲ μεγάλην), οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α’ Πετρ. β’ 22, Ἡσ. νγ’ 9, Ψαλμ. λα’ 2).