Λόγος εἰς τὴν Παραβολὴν τῶν ΔΕΚΑ ΠΑΡΘΕΝΩΝ, διασκευὴ ἐκ τῶν Λόγων τοῦ ἐν Ἅγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου.

Ἐζήτησαν τότε αἱ μωραὶ ἀπὸ τὰς φρονίμους ἔλαιον, αἱ δὲ ἀπεκρίθησαν· «Πῶς νὰ σᾶς δώσωμεν ἀπὸ τὸ ἰδικόν μας ἔλαιον; Πολὺ φοβούμεθα ὅτι δὲν θέλει φθάσει καὶ δι’ ἡμᾶς καὶ διὰ σᾶς· ὑπάγετε δὲ καλλίτερον εἰς ἐκείνους, οἵτινες τὸ πωλοῦν καὶ ἀγοράσατε. Δηλαδή, ἔπρεπε, ὦ ράθυμοι, νὰ ἀγοράσητε, ὅταν ἐπώλουν οἱ πωληταὶ καὶ παρεκάλουν· τότε ἔπρεπε νὰ βάλητε κατὰ νοῦν τὴν ὥραν ταύτην. Τώρα ματαίως παρακαλεῖτε τοὺς Δικαίους· διελύθη ἡ πανήγυρις τῆς ζωῆς τῆς ἐγκοσμίου· παρῆλθε τὸ θέατρον τοῦ κόσμου· δὲν ὑπάρχει πλέον κανεὶς νὰ ἀγοράζῃ ἢ νὰ πωλῇ. Ἔπρεπε πρὶν διαλυθῇ ἡ πανήγυρις νὰ ἀγοράσητε, ἐνθυμούμεναι, ὅτι οἱ λύχνοι χωρὶς ἔλαιον δὲν ἀνάπτονται, οὐδὲ λάμπουν· μὲ ξένα ἔργα κανεὶς δὲν στολίζεται· ἕκαστος ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον σπέρνει, ἐκεῖνο θερίζει. Ἐν τῷ ᾍδῃ οὐκ ἔστι μιετάνοια· «ἐν δὲ τῷ ᾍδῃ τὶς ἐξομολογήσεταί σοι;» καθὼς λέγει ὁ Προφητάναξ Δαβίδ (Ψαλμ. ϛ’ 6).

Κατὰ τὸ παράδειγμα λοιπὸν τῶν φρονίμων Παρθένων ἀγοράσατε οἱ ράθυμοι τὸ ἔλαιον καὶ μάλιστα τώρα γρήγορα, τώρα ὅπου ἔχετε τὸν καιρόν. Προτοῦ νὰ ἔλθῃ ὁ Νυμφίος, ὑπάγετε εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον, πρὶν αὐτὸς ἔλθῃ καὶ αἱ θύραι κλεισθοῦν. Θέλετε ἴσως ἐρωτήσει τοὺς Δικαίους· «Καὶ ποῖοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἵτινες πωλοῦν τὸ ἔλαιον»; Διότι πῶς δύνασθε βεβαίως νὰ τοὺς γνωρίζετε; Πῶς θέλετε, λέγω, γνωρίζει πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον δὲν ἐξετελέσατε καμμίαν φοράν, τοὐτέστι τὴν ἐλεημοσύνην; Διὰ τοῦτο θέλετε, ἀκούσει ἀπ’ αὐτούς· «Ἰδού, ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ πωλοῦντες τὸ ἔλαιον· αὐτοὶ οἱ πτωχοί, οἵτινες ἐκάθηντο εἰς τὰς θύρας τῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ πτωχοί, οἵτινες ὁπουδήποτε ἐζητοῦσαν ἔλεος διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἀσθενεῖς ἀπὸ νόσημα, οἱ ἀδύνατοι ἀπὸ δυστυχίαν, αἱ χῆραι, τὰ ὀρφανά. Αὐταὶ ἦσαν αἱ λογικαὶ χελιδόνες, αἵτινες ἔφερον εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν σωτηρίαν, αὐτοὶ εἶναι οἱ καλοὶ μεσῖται τῶν ἐλεημόνων». Ἀλλ’ ὤ τὶ ἄφρονες εἶσθε! Ἐὰν τώρα φροντίζετε νὰ εὕρετε τὸ ἔλαιον, ἀπατᾶσθε! Διότι δὲν ὑπάρχει πλέον οὔτε πτωχός, οὔτε πλούσιος. Παρῆλθεν ἡ πανήγυρις τοῦ κόσμου.

Οὕτω ὁμοιάζει καὶ ἡ ἁγία Τεσσαρακοστή· ἂν παρῆλθε, δὲν ὑπάρχει πλέον καιρὸς ἐξαγορεύσεως· δὲν ὑπάρχει καιρὸς διὰ νὰ ἐκτελέσῃ τις κανόνα. Καὶ διὰ νὰ ἐξομολογηθῶμεν ἀκόμη ἀναμένομεν νὰ ἔλθῃ ὁ καιρὸς τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, κατὰ τὸν ὁποῖον ὅμως δὲν ἔχομεν καιρὸν νὰ ἐκτελέσωμεν κανόνα τοῦ Πνευματικοῦ. Τὸ παθαίνομεν δηλαδή, καθὼς τὸ ἔπαθον καὶ ἐκεῖναι αἱ μωραὶ Παρθένοι, αἵτινες ἀνέμενον μετὰ τὸν θάνατον νὰ ἀγοράσουν τὸ ἔλαιον διὰ τοὺς λύχνους, ἤτοι νὰ κάμουν τὴν ἐλεημοσύνην, τότε ὅτε δὲν ἦτο πλέον καιρός.