Σεῖς (λέγω), Χριστιανοί, καὶ σεῖς ἁμαρτωλοί, (ὅπως ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλότερος πάντων), οἱ ὁποῖοι ἑτοιμάζεσθε ὄχι μόνον διὰ νὰ τὸν δεχθῆτε, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ τὸν γευθῆτε, ὄχι μόνον νὰ τὸν βάλετε μέσα εἰς τὸ στόμα σας καὶ νὰ τὸν φάγετε, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ἁμαρτωλήν σας ψυχὴν διὰ νὰ ἁγνισθῆτε, ἄχ! ποῖον φόβον καὶ τρόμον θέλετε δείξει τότε; Ποίαν παράταξιν θέλετε κάμνει διὰ ἕνα τοιοῦτον φοβερὸν Βασιλέα; Διὰ τοιούτους μεγιστᾶνας καὶ σατράπας, τοὺς ὁποίους φέρει μαζί Του; Διὰ τοιαῦτα φοβερὰ στρατεύματα οὐρανίων Δυνάμεων, τὰ ὁποῖα ἔχει εἰς τὴν συνοδείαν Του;
Ὦ! Αὐτὸς δὲν ζητεῖ ἀρώματα, δὲν θέλει ἐδέσματα, δὲν θέλει περιφανεῖς καὶ ἐστολισμένους τοὺς οἴκους σας καὶ τὰ σωματά σας, μὲ χρυσᾶ καὶ πολύτιμα ἐνδύματα, θέλει μόνον νὰ καθαρίσετε τὰς ψυχάς σας ἀπὸ τὴν λάσπην καὶ τὸν βόρβορον τῆς ἁμαρτίας, μὲ τὴν ἁγίαν ἐξομολόγησιν, μὲ πόνον, μὲ δάκρυα καὶ συντριβὴν καρδίας, διὰ νὰ καθίσῃ εἰς αὐτὰς καὶ νὰ σᾶς ἁγιάσῃ. Ναὶ (ὁμιλεῖ ὁ μέγας Βασιλεὺς καὶ Θεός)· ναί, ἐγὼ διὰ τὴν ἰδικήν σας ἀγάπην, ὦ ἄνθρωποι, κατῆλθον ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔγινα ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Μητέρα μου καὶ Παρθένον. Ἐγὼ κατεδέχθην νὰ ὑβρισθῶ, νὰ ἐμπτυσθῶ, νὰ ραπισθῶ, νὰ φραγγελωθῶ καὶ νὰ σταυρωθῶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, μόνον διὰ νὰ σώσω τὸ πλάσμα Μου, σᾶς, ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ Διαβόλου. Ἐγὼ παρέδωσα εἰς τοὺς Ἁγίους μου Ἀποστόλους τὸ φρικτὸν τοῦτο μυστήριον τῆς κοινωνίας Μου ἐν τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου, εἰπὼν πρὸς αὐτούς· «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν Σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ Αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. Ὁ τρώγων Μου τὴν Σάρκα καὶ πίνων Μου τὸ Αἷμα, ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. Ἡ γὰρ Σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις καὶ τὸ Αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. Ὁ τρώγων μου τὴν Σάρκα καὶ πίνων μου τὸ Αἷμα, ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ… ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωαν. ϛ’ 53-58). Καὶ «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ. κβ’ 19). Ἐγὼ δέχομαι νὰ μὲ κοινωνῆτε, ὦ ἄνθρωποι, διότι εἰς τὸν μένοντα ἐν ἐμοί, μένω «κἀγὼ ἐν αὐτῷ» (ἔνθ’ ἀνωτ.).
Θέλω νὰ χαρίσω τὸ Σῶμά Μου καὶ τὸ Αἷμά Μου εἰς σᾶς, οἱ ὁποῖοι μὲ πιστεύετε καὶ μὲ ὁμολογεῖτε Θεὸν καὶ ἄνθρωπον καὶ ἐβαπτίσθητε καὶ ἐσφραγίσθητε μὲ τὴν Χάριν Μου. Θέλω νὰ κατοικήσω Ἐγώ, ὁ Βασιλεὺς καὶ Θεός σας διὰ τῆς μεταλήψεως τῶν ἀχράντων Μου Μυστηρίων μέσα εἰς τὰς ψυχάς σας· ἀλλὰ θέλω νὰ λαμπρύνετε πρότερον αὐτὰς μὲ τὴν ἁγίαν ἐξομολόγησιν καὶ μὲ συντριβὴν τῆς καρδίας σας.