Τότε ἡ ἀδελφὴ τοῦ παιδίου Μαριὰμ ἐπλησίασε καὶ εἶπεν εἰς τὴν θυγατέρα τοῦ Φαραώ· «Θέλεις νὰ φέρω Ἑβραίαν τροφὸν νὰ θηλάζῃ τὸ παιδίον;». Ἐκείνη δὲ εἶπε· «Ναί». Ἀμέσως ἔσπευσεν ἡ καλὴ ἀδελφὴ καὶ ἔφερε τὴν μητέρα της, ἡ ὁποία μετὰ χαρᾶς ἀνεκφράστου ἔλαβε πάλιν τὸ παιδίον εἰς τὰς ἀγκάλας της καὶ τὸ ἀνέθρεψεν. Ὅταν δὲ ἐμεγάλωσεν, ἔφερεν ἡ μήτηρ τὸ παιδίον εἰς τὴν θυγατέρα τοῦ Φαραώ, ἡ ὁποία τὸ υἱοθέτησε καὶ τὸ ὠνόμασε Μωϋσῆν (ὑδατόσωστον), διότι ἐσώθη ἐκ τοῦ ὕδατος. Ὁ Μωϋσῆς λοιπὸν ἀνετράφη εἰς τὰ ἀνάκτορα τοῦ Φαραώ, ὅπου καὶ ἐδιδάχθη ὅλην τὴν σοφίαν τῶν Αἰγυπτίων ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη.
Ὁ Μωϋσῆς ἀνδρωθεὶς ἔμεινε πιστὸς εἰς τοὺς ὁμοεθνεῖς του, ᾐσθάνετο δὲ λύπην βαθεῖαν βλέπων πόσον σκληρῶς ἐπιέζοντο καὶ ἐτυραννοῦντο. Μίαν ἡμέραν εἶδεν Αἰγύπτιον, ὁ ὁποῖος ἔδερεν ἀδίκως Ἰσραηλίτην. Στρέψας δὲ τοὺς ὀφθαλμούς του πέριξ καὶ ἰδὼν ὅτι κανεὶς δὲν τὸν ἔβλεπεν, ἐφόνευσε τὸν Αἰγύπτιον καὶ ἔχωσεν αὐτὸν εἰς τὴν ἄμμον. Ἀλλ’ ἡ πρᾶξις αὕτη δὲν ἔμεινε κεκρυμμένη· ἔγινε δὲ γνωστὴ καὶ εἰς αὐτὸν τὸν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἐζήτει νὰ θανατώσῃ τὸν Μωϋσῆν. Διὰ τοῦτο ὁ Μωϋσῆς ἔφυγε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν γῆν Μαδιάμ. Ἐκεῖ δὲ πλησίον φρέατος, ὅπου ἐκάθισε διὰ νὰ ἀναπαυθῇ, ὑπερήσπισεν ὁ Μωϋσῆς ἑπτὰ παρθένους ἐναντίον ἄλλων ποιμένων, οἱ ὁποῖοι ἤθελον διὰ τῆς βίας νὰ ἐκδιώξωσιν αὐτὰς καὶ νὰ ποτίσωσιν αὐτοὶ τὰ πρόβατά των. Τοῦτο ἔγινεν ἀφορμὴ νὰ γνωρισθῇ ὁ Μωϋσῆς μὲ τὸν πατέρα τῶν παρθένων, τὸν ἱερέα Ἰοθόρ, ὁ ὁποῖος ἀγαπήσας τὸν Μωϋσῆν ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὴν θυγατέρα του Σεπφώραν εἰς γυναῖκα.
Κατὰ τὸ διάστημα, τοῦτο οἱ Ἰσραηλῖται, στενάζοντες ἐν τῇ δουλείᾳ, ἐπεκαλοῦντο εἰς βοήθειαν τὸν Θεόν, καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἐλησμόνησε τὸν λαὸν αὐτοῦ. Ἐνεθυμήθη τὴν ὑπόσχεσιν, τὴν ὁποίαν ἔδωκεν εἰς τὸν Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, καὶ ἀπεφάσισε νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ. Ὁ δὲ Μωϋσῆς ἐσχόλαζε καὶ προσηύχετο πάντοτε εἰς τὸν Θεὸν καὶ διὰ τῆς μελέτης καὶ προσευχῆς ἐκαθάριζε τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν του· ὅθεν εἶδε τὸν Θεὸν εἰς τὸ ὄρος Σινᾶ, καθὼς ἦτο δυνατὸν νὰ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸν Θεὸν καὶ γίνεται θεατὴς τοῦ ἐν τῇ βάτῳ θαύματος, ἥτις φλεγομένη καὶ μὴ κατακαιομένη προεικόνιζε τὴν ἐν τῇ Παρθένῳ πραγματικὴν καὶ οὐσιώδη κατοίκησιν τῆς Θεότητος.