διότι Αὐτὸς τὸν κόσμον ὅλον ἐποίησε, καὶ τὸν ἄνθρωπον πάντων τῶν κτισμάτων βασιλέα κατέστησε, καὶ πάλιν ὕστερον ὑπέμεινεν ὡς φιλάνθρωπος ἑκούσιον θάνατον, διὰ νὰ μᾶς λυτρώσῃ ἀπὸ τὴν τυραννίαν τοῦ δαίμονος. Ποία ἀγνωμοσύνη λοιπὸν εἶναι ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου μεγαλυτέρα, νὰ μὴ προσκυνῇς τὸν Δημιουργὸν καὶ Σωτῆρα, ἀλλὰ ἀνάξια κτίσματα; Γίνωσκε ὅτι δὲν συγκοινωνοῦμεν εἰς τὴν τοιαύτην ἀχαριστίαν σου, οὔτε τὸν ἀληθῆ Θεὸν θὰ ἀρνηθῶμεν διὰ πρόσκαιρα ἀγαθά, οὔτε ἐὰν μᾶς δώσῃς τὰ δεινότερα κολαστήρια καὶ τὸν πικρότερον καὶ πανώδυνον θάνατον».
Ταῦτα ἀκούων, ὁ βασιλεὺς ἐθυμώνετο καὶ ἐβούλετο νὰ μαστιγώσῃ τοὺς Ἁγίους, ἀλλ’ ηὐλαβεῖτο την εὐγένειάν των, καὶ δὲν ἤθελε νὰ ζημιωθῇ τοιούτους ἄνδρας ἐπιφανεῖς εἰς τὴν ἀνδρείαν καὶ διακεκριμένους. Ὅθεν ἔστειλεν αὐτοὺς μὲ γράμματα πρὸς τὸν δοῦκα τῆς Ἀνατολῆς Ἀντίοχον, ὅστις ἦτο σκληρὸς δικαστὴς καὶ ὠμότατος, ἔπραξε δὲ τοῦτο πρὸς καταφρόνησιν τῶν Ἁγίων, διότι ἐκεῖνος ἦτο εἰς τὴν ἀξίαν μικρότερος ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, ἐπρόσταξε δὲ νὰ προσπαθήσῃ ἐκεῖνος μὲ διάφορα παιδευτήρια νὰ τοὺς διαστρέψῃ εἰς τὴν ἀσέβειαν· εἰ δὲ καὶ δὲν δυνηθῇ νὰ τοὺς δώσῃ πικρότατον θάνατον. Λαβόντες οἱ στρατιῶται τοὺς Ἁγίους καὶ τὰς βασιλικὰς διαταγὰς ἐκίνησαν, ἠκολούθουν δὲ καί τινες ἀπὸ τοὺς δούλους τῶν Ἁγίων, διὰ νὰ δείξουν πρὸς αὐτοὺς μὲν εὐγνωμοσύνην, πρὸς τὸν Θεὸν δὲ ζῆλον ὅμοιον· διότι ἤκουσαν τοὺς Ἁγίους λέγοντας τὸν ἕνα πρὸς τὸν ἕτερον τὴν ὀπτασίαν τὴν ὁποίαν εἶδον τὴν προτέραν νύκτα εἰς τὴν Ρώμην, ὅτι δηλαδὴ τοὺς ἐθάρρυνεν ὁ Δεσπότης Χριστὸς νὰ μὴ φοβοῦνται, ἀλλὰ νὰ τρέχουν εἰς τὸν ἀγῶνα διὰ τὴν ἀγάπην του πρόθυμοι, καὶ Αὐτὸς τοὺς δίδει βοήθειαν· ἐβάδιζον λοιπὸν χαίροντες, δεδεμένοι μὲ σιδηρᾶν ἅλυσον, καὶ ἔψαλλον μὲ πολλὴν ἡδονήν· «Ἐν τῇ ὁδῷ τῶν μαρτυρίων σου ἐτέρφθημεν, Κύριε» (Ψαλμ. ριη’ 14), καὶ ἄλλα ἐκ τοῦ ἀμώμου εἰς τὴν περίστασιν ἁρμόδια.
Φθάσαντες λοιπὸν εἰς τὴν πόλιν τῶν Λιμιτανέων Βαρβαλισσόν [3], εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετο ὁ Ἀντίοχος, τοῦ παρέδωσαν τοὺς Ἁγίους, τοὺς ὁποίους ἐκύτταζον οἱ περιεστῶτες, θαυμάζοντες τὴν εὐγένειαν, ἐλευθερίαν καὶ κοσμιότητα αὐτῶν· ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ δούξ, ὅστις ἐγνώριζεν ἐκ τῶν προτέρων τοὺς Ἁγίους, καὶ εἶχεν ἄλλοτε εὐεργετηθῆ παρ᾽ αὐτῶν, ἀναγνώσας τὰς διαταγὰς ἐθαύμαζε πῶς ἦλθον εἰς τόσην τόλμην καὶ γενναιότητα, ὥστε νὰ καταφρονήσουν τοσαύτην δόξαν καὶ φιλίαν τοῦ βασιλέως καὶ νὰ προτιμήσωσι τὸν θάνατον.